Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

περί των λογικών παρανομιών της θεογνωσίας

Εδώ θ' αναφερθούμε στις αντιλήψεις τ' ανθρώπου περί θείων καταστάσεων και προσώπων, αντιλήψεις που, όπως θ' αποδειχθεί, όλες τους παραβιάζουν τις λογικές αρχές και κατοικούν στο θυμικό. Με δυο λόγια δε κολλάει μια ορισμένη παραδοχή της θρησκείας (πχ η ζωή μετά θάνατον απ' την απόλυτη εξάρτηση κάθε πτυχής του νου απ' τη βιολογική κατάσταση επιλεγμένων τμημάτων του εγκεφάλου) ή μόνο από κάποιες επιστημονικές αρχές (πχ τον ντετερμινισμό που που αφήνει τον θεό άπραγο ή την θεωρία της εξέλιξης που καθιστά ασαφές το όριο του ανθρωποκεντρισμού), κολλάει η θρησκεία ήδη στο πρώτο γύρο μάχης με τη λογική.

Κάποιοι, βέβαια, λόγοι πίστης δεν έχουν καν άποψη περί ύπαρξης θεού, απουσία κάθε αντίληψης περί αυτού αμολάνε την ευρέως διαδεδομένη, αλλά πάντα εξοργιστική, ταύτιση ωφελιμισμού και λογικής. Μαζεύοντας ρετάλια της ανθρώπινης σκέψης σχηματίζεται ένας εμπαιγμός που, δείχνοντάς μας το φρικιαστικό κόστος της απιστίας σ' ένα πραγματικό θεό, δηλώνει τη σώφρονα πράξη (αυτή με το ελάχιστο αναμενόμενο κόστος) του πιστεύειν. Το επιχείρημα αυτό, που φτάνει μέχρι τον Πασκάλ, έχει το υπεροπτικό υπομειδίαμα του αστού, ο οποίος δε μπορεί καν να διανοηθεί το άπειρο κόστος μιας τσαλαπατημένης μοναδικής ζωής και τη μελαγχολία του απελπισμένου απ' τη ζωή που 'χει μηδενίσει την αξία της και αναμένει με άπειρη προσμονή τη βελτίωση εκτός της. Συλλογιστικές τόσο ύπουλες ή τόσο τυφλωμένες από τη θλίψη που αψηφάν άπειρα κόστη από την πίστη σε λάθος θεούς και άπειρα κόστη απ' τη λάθος πίστη στο σωστό θεό, ενδεχόμενα αναγκαίως συμπεριλήψιμα στο μέσο όρο. Συλλογιστικές όχι μόνον ξεχασιάρικες, αλλά και εφευρετικές μιας και δημιουργούν εκ του μηδενός! Ένας θεός απίθανος μετατρέπεται σε πιθανό, επί ποινεί, βέβαια, ενός πόνου στο δόξα πατρί απ' την κουτουλιά στη δοκό του εγκλωβισμού της διαίσθησής μας στα πλαίσια του κλασσικού ορισμού της πιθανότητας. Ως πεπερασμένη η εμπειρία μας είναι καταδικασμένη να συλλέγει πεπερασμένες το πολύ ενδείξεις περί της ύπαρξης θεού απ' την απειρία των απαιτουμένων, ήτοι αναγκάζεται να τον εκτοπίσει στο χώρο προβλέψιμα σίγουρα ανύπαρκτου, διότι η πιθανότητα μια κατάσταση που αντιλαμβανόμαστε να 'ναι ο θεός ισούται με το (πεπερασμένο) πλήθος των παραμέτρων που τη συνιστούν προς το (άπειρο) πλήθος των ικανών και αναγκαίων παραγόντων που ορίζουν το θεό. Ο πόνος απ' αυτή την παραλλαγή της αρχής της αντανάκλασης ξεπερνάται αμέσως απ' τη βιαιότητα των συναισθημάτων των άνωθεν υποστηρικτών του ωφελιμιστικού επιχειρήματος και ενίοτε απ' τις θεόρατες φήμες και τα μαχαίρια που ακολουθούν πιστά τα θεοφάνια.

Όσον αφορά, τώρα, την πρώτη επαφή που 'χουμε με το θεό, συλλαμβάνουμε την έννοια της τελειότητας ως ίδιόν του και πολλάκις φτάνουμε να την εκλάβουμε ως τον ορισμό του. Έτσι, ξεχειλώνοντας τη γλώσσα, πλάθουμε το θεό με την ασταθή ύλη της φαντασίας και δει τη μαύρη τρύπα της παράλογης φαντασίας. Ο θεός υπάρχει ως υποστασιοποίηση της τελειότητας, μιας και για να 'ναι αυτή που είναι δε πρέπει να φτωχίνει απ' τη σύζευξή της με την ανυπαρξία. Η χαρά απ' αυτό τον τρόπο ανακάλυψης του θεού κρατάει όσο κρατάει και η στάση του νου σε απραξία. Τα μάγια υπό τη λάμψη της ημιμάθειας λύνονται με την ανάλυση του ισχυρισμού, ενός ισχυρισμού που ή προϋποθέτει το υπάρχειν στα χαρακτηριστικά της τελειότητας ή εκβιάζει το υπάρχειν δια της επιβολής μιας διακιβεβόμενης σύζευξής του με τα χαρακτηριστικά της τελειότητας ή εκβιάζει την τελειότητα δια της επιβολής της σύζευξής της με το υπάρχειν. Το μαρτύριο του εγκεφάλου συνεχίζεται με μένος απ' την πιο υστερικιά εκδοχή των θρησκειών, το μονοθεϊσμό, ο οποίος εκβιάζει και τη μοναδικότητα της υποστασιοποίησης μιας απομίμησης της τελειότητας, παρά τους περιορισμούς της σύζευξης. Χρειάστηκε γι' αυτόν τον πνευματικό εξευγενισμό μας, αυτό το πρώτο «άνω θρόσκω», την πρώτη διαίσθηση με τα θεία να κλείσει υπομονετικά τα μάτια η λογική, θα χρειαστεί να κάνουμε πολλά παραπάνω για ν' αντέξουμε και τα υπόλοιπα.

Δυστυχώς όσο τέλειος είναι ο θεός τόσο σάπια είναι για πολλούς από μας η κοινωνική κατάσταση και η ανάγκη για δικαιοσύνη επιτακτική σε βαθμό που εξ αυτής να «κατακτάται» η θεογνωσία. Πλάθουμε ένα θεό που κάθε δυστυχής θα 'θελε να υπάρχει, με τόση απόγνωση που λησμονούμε στην πορεία πως το καλό έχει νοηματοδωτηθεί από μας. Το ότι επιλέγουμε να δοξάσουμε το θεό κι όχι να εξευμενίσουμε το διάολο (ή τέλος πάντων την άρνηση του θεού) δείχνει τη δυνατότητα ηθικής επιλογής, μια επί του παρόντος ηθική αυτονομία και φανερώνει συνακόλουθα ότι το μόνο περιθώριο που 'χει η εκκλησία, ακόμα και υποθέτοντας ότι η καλοσύνη είναι θείο δημιούργημα, είναι ν' ακολουθήσει ως προς την ηθική δημιουργία στο «τώρα» την ηθική κατάσταση, οπότε ή θ' απονομιμοποιήσει με το μαστίγιο τμήματα κατεστημένων αξιών ή να δογματοποιήσει άλλα, πάντως, σίγουρα δε θα πείσει κανένα. Μπορεί ο θεός να 'ναι πανάγαθος και δια της καθ' εικόνας του να 'μαστε καλοί, αλλά αυτό αιτιολογεί την ηθική μας, άντε να προβλέπει μια μέση ηθική κατάληξη στο ανθρώπινο είδος, δεν αξιολογεί ηθικές, δε μας παρέχει ένα δείκτη καλοσύνης που να φανερώνει οπισθοδρομήσεις, παραστρατήματα ή θετικά βήματα για το παρόν, άρα το κενό μεταξύ του θνητά καλού και του απόλυτα καλού δεν είναι εκ των προτέρων ορισμένο και συνεπώς το απόλυτα καλό, όπως αυτό ορίζεται, είναι αναιτιολόγητο. Παράλληλα οι έννοιες «καλό» και «κακό» αναμειγνύονται αν στα γνωρίσματα του θεού συνυπολογιστεί και το πρωταρχικό αίτιο. Το πρωταρχικό αίτιο δεν έχει εξαιρέσεις, οπότε είτε ο Σατανάς είναι στον ίδιο σχεδιασμό του θεού μ' ένα νεογέννητο μωράκι είτε αυτό που καλούμε «καλό» συνυπάρχει στο αρχικό αίτιο με την άρνησή του, οπότε ο θεός είναι αυτό που πριν αποκαλούσαμε «θεό» σε συμπερίληψη με το κενό που αυτός ο τελευταίος άφησε αποσυρόμενος, δημιουργώντας έτσι αυτό που κατανοούμε ως ατελές ή κακό. Και στις δύο περιπτώσεις το κακό είναι μια παράμετρος του αληθινού θεού κάνοντάς τον και ψεύτη εκτός από όχι απόλυτα δίκαιο, κάνοντας αυτή την ελπίδα μας άτοπη. Ήδη βλέπουμε την αναγούλα στο πρόσωπο της λογικής μπρος στην ασυγκρατησιά στη χρήση υπερθετικού βαθμού, λιχουδιά εκ των ων ουκ άνευ για τις συνταγές των απανταχού θεόπνευστων συγγραφέων.

Στο πνεύμα της ακράτειας, πάντα, διατυπώνουμε ερωτήματα του τύπου «γιατί είναι έτσι ο κόσμος;», «γιατί είναι τόσο τέλειος;», θεωρούμενα ενίοτε ως μια απλούστερη και κομψότερη υπόδειξη της θείας παρέμβασης συγκριτικά με τον ευφυή σχεδιασμό, αλλά στην πραγματικότητα μια πιο φτηνιάρικη εκδοχή του, αν όχι μια επιχρύσωση των περιττωμάτων μας. Ανάξιοι να σχηματίσουμε έστω και μια αντίφαση, ψάχνουμε της δυνατότητες της γλώσσας για να καμουφλάρουμε το κενό πίσω απ' την ασάφεια της πρότασης ώστε να ορίσουμε το θεό ως την αιτία του αψεγάδιαστου της φύσης. Το πρώτο πράγμα που αποκρύπτουμε τοιουτοτρόπως απ' το κοινό μας είναι ο πλανήτης στον οποίο γαλουχηθήκαμε, διότι αν του φανερώναμε ότι εδώ γεννηθήκαμε θα φαινότανε ολοκάθαρα ότι οι λογικές, οι ηθικές και οι αισθητικές μας αρχές, αυτές που γνωματεύουν περί τελειότητας, έχουν προκύψει απ' τη μακρόχρονη πορεία και προσαρμογή ημών και των προγόνων μας στη γη, ήτοι δε θα μπορούσαν παρά να βλέπουν τους φυσικούς νόμους τέλειους μιας και σε αντίθετη περίπτωση απλά δε θα 'χαμε προσαρμοστεί. Συμπερασματικά οι ρητορικές μας ερωτήσεις διαλύονται ήδη κατά τη σύνθεσή τους τη στιγμή που θέτουν το λάθος προσανατολισμό μεταφέροντας την υποκειμενικότητα της αντίληψης περί τελειότητας στο σύμπαν του αντικειμενικού. Συν τοις άλλοις όταν ρωτάμε «γιατί;» ψάχνουμε να βρούμε τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει κάτι, συνεπώς πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί η φύση, το είδος των λόγων που ερευνούμε. Δηλώνει την αναζήτηση ερμηνείας αυτού που συμβαίνει οπότε αρκεί να βρω τους φυσικούς ή βιολογικούς ή κοινωνικούς ή ό,τι άλλο νόμους που το εξηγούν ή μήπως δηλώνει την αναζήτηση κάποιου σκοπού, οπότε προεξοφλούμε την απάντηση; Όπως και να 'χει απέχουμε παρασάγγας απ' το να 'χουμε κατανοήσει τι εννοούμε προφέροντας τη λέξη «θεός», πόσο μάλλον ν' ανακαλύψουμε αυτό το πράμα, και το μόνο κέρδος μας εν προκειμένω είναι η ανέμελη διασκέδαση με τα χαζά παιχνίδια του λέγειν.

Η διασκέδαση μέσω λεκτικών παιχνιδιών είναι τόσο εκ βάθους καρδίας στην περίπτωση της θρησκείας που σε κάνει να ξεχνάς ότι πρόκειται ακριβώς για παιχνίδι και όχι για σοβαρή σκέψη. Ένα μείγμα επιστημονικής φύσεως αναζήτησης, ηθικής επιθετικότητας και αισθητικής ακαμψίας συναρμοσμένα με γλωσσικές ασάφειες, κενά κι αμφισημίες καταφέρνει να φορέσει το φουρφουριστό μανδύα της σοβαροφάνειας και να διεκδικήσει θέση στο βασίλειο των ερμηνευτικών μας εργαλείων. Πολλές καταστάσεις του κόσμου μας είναι δυσερμήνευτες έως και ασύλληπτες με τα παρόντα εργαλεία της επιστήμης, συνθήκες πιεστικές για τον ανθρώπινο νου, ο οποίος έχων και ράθυμους εκπροσώπους καταλήγει αβίαστα να κράζει λαμπερά κούφια συμπεράσματα. Με την τύχη να μη χαμογελά στη φύση ως έχει προβληματιζόμαστε ως προς το λόγο ύπαρξης περίπλοκων συνθηκών αντί συνθηκών με μεγάλη εντροπία, πιο εύκολα και κατανοητά εξηγήσιμων και, συνεπώς, αναμενόμενων. Πολλοί από μας θα παρασυρθούμε απ' τους ξέφρενους ρυθμούς του πανηγυριού αυθαιρεσίας και θα ψάξουμε το θεό πίσω απ' αυτά, θα κάνουμε ένα άλμα αυθαιρεσίας που θα φαίνεται από πολλές διαστάσεις της ανθρώπινης σκέψης, που ενώ στους λίγους, που 'χαν τη χαρά να δεχθούν τη θεία φώτιση, αυτό το άλμα είναι υπερύψωση της ψυχής, στον απλό πιστό, που δεν έχει ακούσει ουδέποτε τη στεντόρεια φωνή του κυρίου, συνιστά χαζομάρα. Εμείς οι απλοί πιστοί, λοιπόν, σε πρώτη βάση αυθαιρετούμε δια της ετσιθελικής επιλογής μεταφυσικής και μη επαληθεύσιμης λύσης έναντι των απτών κι επαληθεύσιμων που χρησιμοποιούσαμε έως τώρα. Η αυθαιρεσία βαθαίνει και κατά το ότι η εξειδίκευση της θεολογίας μας γίνεται κατά ένα τρόπο πάλι εξίσου ουρανοκατέβατο, που αν δεν είχαμε μια λεγεώνα καμπανών να καταστρέφουν το τύμπανό μας θα διερωτόμασταν εύλογα το πώς καταφέρνουμε να πιστεύουμε όλοι το ίδιο παραμύθι. Εμείς συνεχίζουμε παθιασμένα να πετάμε ζάρια για να συμπεράνουμε πράγματα, αν και η ψυχρή λάμα της αυθαιρεσίας σκαλίζει όλο και πιο επώδυνα το μυαλό γι' αυτούς που την αντιλαμβάνονται. Σε τρίτη βάση ο αποχρώς λόγος παραμελείται δια της απαξίωσης της εξήγησης της επιλογής του λόγου της θείας επέμβασης˙ η επιληψία μπορεί να οφείλεται σε κάτι μεταφυσικό, μπορεί αυτό το μεταφυσικό να 'ναι ότι ένας δαίμονας μπήκε μέσα μου και όχι ότι πχ φταρνίστηκε δίπλα μου, αλλά μπήκε μέσα μου για πολύ συγκεκριμένο λόγο όχι περισσότερο ευλογοφανή απ' τους προηγούμενους. Κάποια στιγμή όλη αυτή η φάρσα γκώνει και της δίνεται ένα αυθαίρετο τέλος, το οποίο προϋποτίθεται ως μη επιλύσιμο, ακατανόητο, θέληση θεού που λέμε. Ένα γλύκισμα στο λουκούλλειο γεύμα μας επί του ορθού λόγου που εκπνέει θλιμμένα τον προβληματισμό «μα απλοποιήσαμε κάτι περίπλοκο με κάτι ακόμα περιπλοκότερο και δει ακατανόητο;». Ρόγχος που δείχνει αφενός την επικίνδυνη να μας πνίξει τρύπα στο νερό που κάναμε ως προς την αίσθηση κατανόησης του κόσμου και αφετέρου υπομειδιά ζωγραφίζοντας και τέταρτη βάση αυθαιρεσίας, αυτό της προτίμησης της επιρριπτικής δυνατότητας των εννοιών «σκόπιμος» ή «κτιστός» μόνον στον κόσμο μας και όχι στη θεϊκή βούληση και φύση.

Παρότι σφάξαμε τη λογική στο γόνατο ίνα ψηλαφίσουμε το θεό με τον τρόπο μας, συνεχίζουμε να μην ανατριχιάζουμε απ' τα αίματά της που αναβλύζουν από πρωτοφανέρωτες πληγές στο σχήμα των αιχμηρών απολήξεων των θρησκευτικών παραδοχών μας. Ανεξαρτήτου σοβαρότητος όλες οι θρησκείες κουβαλούν την αντίληψη του θεού ως πρωταρχικό αίτιο και συνακόλουθα φέρουν στις πλάτες τους τις κοφτερές πέτρες των ύβρεων ενάντια στον ορθό λόγο. Αυτό ισχύει διότι, απ' τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε το θεό ως πρωταρχικό αίτιο, η θεία θέληση (με όποιον τρόπο την κατανοούμε να συνδέεται με το σύμπαν) αποτελεί ως εργαλείο ένα πεπερασμένο σύνολο παραδοχών και συμπερασματολογικών αρχών, πεπερασμένο καθόσον ο άνθρωπος έχει πεπερασμένη διανοητική ικανότητα, και συνεπώς δύναται να εμπλουτίσει ένα αξιωματικό σύστημα, αυτό που στελεχώνει η εμπειρία μας και η τυπική λογική, και να το επεκτείνει σ' ένα άλλο αξιωματικό σύστημα, μιας και απλά προσθέτει στο πρώτο έναν πεπερασμένο αριθμό παραδοχών. Από κει και πέρα υπόκειται στους περιορισμούς του θεωρήματος μη πληρότητας του Γκέντελ. Με πιο απλά λόγια, αν για κάθε τι μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι έχει την αιτία του στο θεό, ότι, δηλαδή, κάθε τι έμμεσα ή άμεσα είναι θέληση θεού τότε, αφού η θεία βούληση μπορεί να συμπεριληφθεί ως αξίωμα σ' ένα αξιωματικό σύστημα και μάλιστα καθιστώντας το πλήρες και συνάμα αρκετά πλούσιο ώστε να περιέχει την αριθμητική, τότε το μετατρέπει σε αντιφατικό, ήτοι καταδηκασταίο απ' τη λογική. Έτσι είτε θα υπάρχουν γεγονότα για τα οποία δε θα μπορούμε ν' αποφανθούμε αν είναι θέληση θεού ή όχι είτε αυτή η αντίληψη περί θεού θα παραβιάζει και πάλι τη λογική μας είτε απλά δε θα 'χουμε κατανοήσει το τι εστί η φράση « κάποιος είναι πρωταρχικό αίτιο» και συνεπώς λέμε ό,τι βλακεία μας περνάει απ' το κεφάλι. Εν πάση περιπτώσει αντιλαμβανόμενοι το θεό ως πρωταρχικό αίτιο εξαναγκαζόμαστε ν' αυταπατηθούμε ότι υπερβαίνουμε τη λογική ή δεν τον αντιλαμβανόμαστε ως τέτοιο.

Προσπαθώντας να συλλάβουμε την έννοια «θεός», μία έστω ιδιότητά της για την οποία να μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι δεν κατέχεται από κάτι άλλο, πρέπει να κάνουμε λογικές ατασθαλίες. Μαμουνιές που τις κρύβουμε πίσω απ' ένα παραπέτασμα δύσοσμων γλωσσικών μαγειρεμάτων εδραιωμένων ισχυρά απ' την βάπτιση των ασυδοσιών μας ως πρακτικών απορρεουσών απ' τη λογική κι εμπειρική αρρητότητα του θεού. Παγίδα ισχνότερη και απ' τους εμετικούς μύθους ψαριών που ξερνάνε ανθρώπους, μιας και δεν υπάρχει ασφαλής τρόπος να διακρίνεις το υπερφυσικό ούτε στην εκχυδαϊσμένη του μορφή, ούτε και γενικώς. Ο εμπειρισμός και η λογική, η «φυσική» συμπερασματολογία, «κολλάνε» εκ των πραγμάτων, δεν οριοθετούνται. Απ' το βίδωμα μιας λάμπας έως και την πρόβλεψη βροχών ή τη διακυβέρνηση κάνουμε χρήση στις συμπρασματολογικές μας δυνατότητες μόνο του ορθού λόγου και της εμπειρίας, τουλάχιστον αυτό επιδιώκουμε διακαώς, με την πρακτική αυτή να τελματώνει ανά περίοδο. Τοιαύτη περιπτώσει επιμένουμε ως επί το πλείστον στην ίδια ερμηνευτική διαδικασία, ποσώς την απορρίπτουμε όταν τελικά αυτή δίνει ένα αποτέλεσμα. Έτσι, στις περιπτώσεις που θεωρούμε τη βροχή ως έργο θεού θα πρέπει να εξηγήσουμε γιατί δεν ερμηνεύουμε τοιουτοτρόπως και την απώλεια των κλειδιών μας, ενώ στην περίπτωση που θεωρηθεί βλασφημία ο εκφυλισμός της θείας οργής σε απλό μετεωρίτη που εισέβαλε στη γη θα πρέπει να πείσουμε και για παρόμοια αντίδραση τους απογοητευμένους θεατές μιας ταχυδακτυλουργικής παράστασης στην οποία ο μάγος κάνει πασιφανούς απάτης κόλπα, ήτοι ευκόλως ερμηνεύσιμα «φυσικώς». Η θρησκεία δεν αντιστέκεται, επομένως, στις αισθήσεις μας, αλλά σε πρώτη φάση τις συμπληρώνει (βλ. παράδειγμα με μάγο), με αποτέλεσμα όσο αυτές επεκτείνονται αυτή να συρρικνώνεται και συν αυτού όταν αυτές τις επιτίθενται αυτή οφείλει να σκύβει το κεφάλι και να υποχωρεί άνευ όρων, και σε δεύτερη φάση παύει να 'ναι ερμηνευτικό εργαλείο (βλ. παράδειγμα με απολεσθέντα κλειδιά). «Για ό,τι δε μπορούμε να μιλάμε, καλύτερα να σωπαίνουμε» προς δυστυχία των επίδοξων προφητών και μεσσιών που 'ναι καταδικασμένοι στη μοναξιά πίσω απ' τον τοίχο που χτίσαμε απ' την άγνοιά μας περί του τι είναι θεός και συνεπώς της αναγνώρισης των εκπροσώπων του (προφανώς!). Άγια πρόσωπα καταδικασμένα στην εξεύρεση μιας νέας γλώσσας, για τη μεταξύ τους επικοινωνία, υπερβαίνουσας την κοινή «φυσική» τ' ανθρώπου που είναι τυφλή στα θαύματα που αυτοί βλέπουν.

Η θρησκεία, όπως φαίνεται, δεν είναι ένα ακαδημαϊκό ζήτημα, είναι η στείρωση της διάνοιάς μας και όταν εκφράζει άποψη για τον άνθρωπο αρχίζεις να νιώθεις την κάψα της καταπίεσής της. Κάνοντας το σύμπαν να περιστρέφεται γύρω απ' τον άνθρωπο, να τον ξεχωρίζει για τα τάδε ή τα δείνα χαρακτηριστικά του, πόσο μάλλον όταν προσδίδει σ' αυτό ή στον «δημιουργό» του αυτά τ' ανθρώπινα ψυχικά χαρακτηριστικά, αντικειμενικοποιεί τη νομιμότητα ή την παρανομία αυτών των ανθρώπινων χαρακτηριστικών και δει την καθηλώνει ως έχει καρφώνοντάς τη με τον αδιαπραγμάτευτο χαρακτήρα του δόγματος. Όταν παύει ο ψυχισμός μας να ερμηνεύεται, να αξιολογείται, να ενθαρρύνεται και ν' απαγορεύεται «φυσικώς» , με την κοινή μας γλώσσα, με τον μόνο τρόπο που υπάρχει γι' από κοινού επιδιόρθωση, αμφισβήτηση κι εμπλουτισμό τότε την επιχειρηματολογία την αναλαμβάνουν οι βίαιες τάσεις του θυμικού, όταν μιλάμε για μάζες, και η αστυνομία, όταν μιλάμε για καθεστώς. Καθημερινές «σταυροφορίες» στους πιστούς ενός ανύπαρκτου θεού, αυτός ο ψόγος ενός τυφλού επειδή δε μπορεί να δει, και η αγανάκτηση με μια πράξη χωρίς νόημα και σημασία ως προσκύνημα στο κενό δείχνουν το μένος που μπορεί να φτάσει κι ένας απλός οπαδός ενός δόγματος. Η βάναυση ειδωλολατρία, η μεταφυσικοποίηση γήινων πράξεων και πραγμάτων, όπως η μοιχεία ή ο φαλλός, δείχνει την ασυγκράτητη εξουσιομανία μας ακόμα και προς το ποίμνιο της εκκλησίας μας. Ενδείξεις που υποψιάζουν και τον πιο καλοπροέραιτο, ενδείξεις που, λαμβανομένων των άνωθεν υπόψιν, γίνονται πειραματική επαλήθευση.

http://www.youtube.com/watch?v=JwE1_NUR9j8