Νομιζω εχει πολυ ενδιαφερον σε σχεση με ολα αυτα που συμβαινουν και το προταγμα της αμεσης δημοκρατιας που τεινει να γινει κεντρικο στις πλατειακες κινητοποιησεις. Το αποσπασμα περιλαμβανει νομιζω το πιο σχετικο με αυτα κομματι.
Ολοκληρο το κειμενο εδω
Τα εντονα γραμματα δικα μου.
Στο μεγαλυτερο βαθμο αναφερεται στην κοινοβουλευτικη δημοκρατια αλλα η κριτικη που της γινεται δεν ειναι στη βαση της μορφης της αντιπροσωπευσης αλλα στη βαση της συσκοτισης των ταξικων αντιθεσεων, πραγμα που ισχυει και για την αμεση δημοκρατια με τον τροπο που μπαινει ως προταγμα, οχι δηλαδη ως μορφη οργανωσης της ταξης η μιας κοινοτητας αγωνα, αλλα της κοινωνιας χωρις να αμφισβητειται ομως η ταξικη της διαρθρωση.
________________________________________________________________
(...)
Οι μύδροι που εξαπέλυσαν εναντίον αυτής της αντίληψης οι ιερείς όλων των θρησκειών και οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι δεν αρκούν για να της αναγνωριστεί ότι αποτελεί την οριστική νίκη της αλήθειας επί της σκοταδιστικής πλάνης, ακόμα και αν ο «ορθολογισμός» αυτής της πολιτικής φιλοσοφίας φαινόταν για πολύ καιρό ότι ήταν η τελευταία λέξη της κοινωνικής επιστήμης και της πολιτικής τέχνης, ακόμη και αν πολλοί επίδοξοι σοσιαλιστές διακήρυτταν τη σύμπνοιά τους με αυτήν. Ο ισχυρισμός αυτός, ότι δηλαδή ένα σύστημα που η κοινωνική του ιεραρχία βασίζεται στη συγκατάθεση της πλειοψηφία των εκλογέων προοιωνίζει το τέλος της εποχής των «προνομίων», δεν αντέχει στη μαρξιστική κριτική, που εξηγεί με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο τη φύση των κοινωνικών φαινομένων. Είναι ένας ισχυρισμός που φαίνεται να αποτελεί μια ελκυστική λογική διατύπωση, μονάχα αν δεχθούμε εξαρχής ότι κάθε ψήφος, δηλαδή, η κρίση, η γνώμη, η συνείδηση κάθε εκλογέα, έχει την ίδια βαρύτητα στην αντιπροσωπευτική εξουσία, καθορίζοντας τη διαχείριση των κοινών υποθέσεων. Είναι ήδη φανερό ότι αυτή η αντίληψη είναι ανεδαφική και μη υλιστική, επειδή θεωρεί ότι κάθε άτομο συνιστά και μια απόλυτη «μονάδα» μέσα σε ένα σύστημα που αποτελείται από πολλές δυνητικά ισότιμες μονάδες. Αντί να αποτιμά την αξία της γνώμης του ατόμου υπό το φως των πολυποίκιλων συνθηκών ύπαρξής του, δηλαδή των σχέσεών του με τους άλλους, θέτει a priori αυτή την αξία, με την υπόθεση της «ανεξαρτησίας» του ατόμου. Όμως, αυτό ισοδυναμεί με το να αρνείται ότι η συνείδηση των ανθρώπων αποτελεί συγκεκριμένη αντανάκλαση των γεγονότων και των υλικών όρων της ύπαρξής τους, ενώ, αντιθέτως, την εξετάζει σαν μια σπίθα που αναφλέγεται με το ίδιο θεόπεμπτο κάλλος που υπάρχει σε κάθε οργανισμό, υγιή ή εξασθενημένο, βασανισμένο ή με όλες τις ανάγκες του ικανοποιημένες, από κάποιον απροσδιόριστο υπέρτατο παράγοντα που παρέχει τη ζωή. Στη δημοκρατική θεωρία, αυτό το Υπέρτατο Ον δεν ανακηρύσσεται πλέον μονάρχης. Μπορεί να είναι ο καθένας! Παρά το ορθολογικό της προσωπείο, η δημοκρατική θεωρία στηρίζεται σε μια όχι λιγότερο παιδαριώδη μεταφυσική προϋπόθεση απ’ ό,τι η «ελεύθερη βούληση», η οποία, σύμφωνα με το δόγμα του καθολικισμού περί της μετά θάνατον ζωής, οι άνθρωποι λαμβάνουν είτε την καταδίκη ή τη σωτηρία. Επειδή αυτή τίθεται έξω από το χρόνο και τα ιστορικά ενδεχόμενα, η δημοκρατική θεωρία δεν είναι λιγότερο μολυσμένη από τον ιδεαλισμό απ’ ό,τι όλες εξίσου οι εσφαλμένες φιλοσοφίες της αποκάλυψης και της ελέω Θεού μοναρχίας.
Για να επεκτείνουμε παραπέρα αυτήν τη σύγκριση, αρκεί να θυμηθούμε ότι πολλούς αιώνες πριν από τη Γαλλική Επανάσταση και τη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη», η δημοκρατική πολιτική θεωρία είχε αναπτυχθεί από διανοητές που πήραν αποφασιστικά θέση υπέρ του ιδεαλισμού και της μεταφυσικής φιλοσοφίας. Επιπλέον, αν η Γαλλική Επανάσταση ανέτρεψε την Αγία Τράπεζα του χριστιανικού θεού εν ονόματι του Λόγου, αυτό συνέβη, εκούσια ή ακούσια, μονάχα για να μετατρέψει το Λόγο σε μια νέα θεότητα.
Αυτή η μεταφυσική προϋπόθεση, που είναι ασυμβίβαστη με τη μαρξιστική κριτική, είναι χαρακτηριστική όχι μόνο με τη θεωρία που διατύπωσε ο αστικός φιλελευθερισμός, αλλά επίσης και για όλα τα συνταγματικές θεωρίες και τα σχεδιάσματα για μια νέα κοινωνία βασισμένη στην «εγγενή αξία» ορισμένων σχημάτων κοινωνικών και κρατικών σχέσεων. Δημιουργώντας τη δικιά του θεωρία για την ιστορία, ο μαρξισμός, στην πραγματικότητα, ανέτρεψε το μεσαιωνικό ιδεαλισμό, τον αστικό φιλελευθερισμό και τον ουτοπικό σοσιαλισμό με ένα και μόνο χτύπημα.
Απέναντι σε αυτές τις τεχνητές κατασκευές κοινωνικών καταστατικών χαρτών -είτε αριστοκρατικών, είτε δημοκρατικών, αυταρχικών ή φιλελεύθερων καθώς επίσης και στην αναρχική αντίληψη για μια κοινωνία χωρίς ιεραρχία ή εκχώρηση εξουσίας, η οποία προέρχεται από ανάλογα λάθη- η κομμουνιστική κριτική αντιτάσσει μια κατά πολύ πιο ενδελεχή σπουδή της φύσης και των αιτίων των κοινωνικών σχέσεων στην πολύπλοκη εξέλιξή τους στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας και μια προσεκτική ανάλυση των χαρακτηριστικών τους στη σημερινή καπιταλιστική εποχή, από την οποία άντλησε μια σειρά λογικών υποθέσεων για την παραπέρα εξέλιξή τους. Σε αυτό μπορεί τώρα να προστεθεί η τεράστια θεωρητική και πρακτική συμβολή της προλεταριακής επανάστασης στη Ρωσία.
Θα ήταν περιττό εδώ να αναπτύξουμε τις πασίγνωστες έννοιες του οικονομικού ντετερμινισμού και τα επιχειρήματα που νομιμοποιούν την εφαρμογή του στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων και της κοινωνικής δυναμικής. Οι απριορισμοί, που είναι κοινοί τόσο στους συντηρητικούς όσο και τους ουτοπιστές, αίρονται από την ανάλυση των παραγόντων που έχουν τις ρίζες τους στην παραγωγή, την οικονομία και τις ταξικές σχέσεις που αυτές καθορίζουν. Αυτή καθιστά δυνατή μια επιστημονική εξήγηση των νομικών, πολιτικών, στρατιωτικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών γεγονότων που συνθέτουν τις ποικίλες εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής.
Θα ανατρέξουμε, απλώς, στην ιστορική εξέλιξη του τρόπου κοινωνικής οργάνωσης και συγκρότησης των ανθρώπων, όχι μόνο μέσα στο κράτος, που αποτελεί την αφηρημένη αναπαράσταση μιας συλλογικότητας, συγχωνεύοντας όλα τα άτομα μεταξύ τους, αλλά επίσης και σε άλλες οργανώσεις που απορρέουν από τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων.
Η βάση της ερμηνείας κάθε κοινωνικής ιεραρχίας, είτε σύνθετης είτε απλής, μπορεί να ευρεθεί στις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα άτομα και η βάση αυτών των σχέσεων είναι ο καταμερισμός των καθηκόντων και των λειτουργιών μεταξύ αυτών των ατόμων.
Μπορούμε να φανταστούμε, χωρίς να διαπράττουμε σοβαρό σφάλμα, ότι το ανθρώπινο είδος υπήρχε αρχικά σε μια εντελώς ανοργάνωτη μορφή. Παρά το μικρό αριθμό τους, αυτά τα άτομα μπορούσαν να ζουν από τα προϊόντα της φύσης χωρίς τη χρήση της τεχνολογίας ή της εργασίας και, μέσα σε τέτοιου είδους συνθήκες, μπορούσαν να κάνουν και χωρίς τους συνανθρώπους τους. Οι μόνες σχέσεις που υπήρχαν, και που είναι κοινές σε όλα τα είδη, ήταν αυτές της αναπαραγωγής. Αλλά για το ανθρώπινο είδος –και όχι μόνο για αυτό- αυτές ήταν ήδη αρκετές για να δημιουργήσουν ένα σύστημα σχέσεων με τη δική του ιεραρχία: την οικογένεια. Αυτή μπορούσε να βασίζεται στην πολυγαμία, την πολυανδρία ή τη μονογαμία. Δεν θα υπεισέλθουμε εδώ σε μια λεπτομερή ανάλυση. Ας πούμε μονάχα ότι η οικογένεια αντιπροσωπεύει ένα έμβρυο της οργανωμένης συλλογικής ζωής που βασίζεται σε έναν καταμερισμό των λειτουργιών ο οποίος καθορίζεται ευθέως από φυσικούς παράγοντες, αφού η μητέρα ανέτρεφε και μεγάλωνε τα παιδιά και ο πατέρας ήταν αφιερωμένος στο κυνήγι, στην απόκτηση της λείας, στην προστασία της οικογένειας από εξωτερικούς εχθρούς κτλ.
Σε αυτή την αρχική φάση, όπου η παραγωγή και η οικονομία απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά, καθώς επίσης και στα μεταγενέστερα στάδια εξέλιξης, είναι ανώφελο να σταθούμε στο αφηρημένο ερώτημα ως προς το κατά πόσον έχουμε εδώ να κάνουμε με το άτομο ή με την κοινωνία ως μονάδα. Χωρίς καμιά αμφιβολία, το άτομο, από βιολογική σκοπιά, είναι μια μονάδα, αλλά δεν μπορεί κανείς αυτό να το καταστήσει βάση της κοινωνικής οργάνωσης χωρίς να ολισθήσει στη μεταφυσική ανοησία. Από κοινωνικής απόψεως, κάθε άτομο ως μονάδα δεν έχει την ίδια αξία. Η συλλογικότητα γεννιέται από σχέσεις και ομαδοποιήσεις στις οποίες η κοινωνική θέση και η δραστηριότητα κάθε ατόμου δεν προέρχεται από μια ατομική αλλά από μια συλλογική λειτουργία, η οποία καθορίζεται από τις πολλαπλές επιδράσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ακόμη και στην απλή περίπτωση μιας μη οργανωμένης κοινωνίας ή μιας μη-κοινωνίας, η απλή φυσική βάση που δημιουργεί την οικογενειακή οργάνωση είναι ήδη αρκετή για να ανασκευάσει το αυθαίρετο δόγμα περί του ατόμου ως αδιαίρετη μονάδα που είναι ελεύθερη να συνδεθεί με τις άλλες ατομικές μονάδες χωρίς να πάψει να είναι ξεχωριστή και, ωστόσο, ισότιμη με αυτές. Σε αυτήν την περίπτωση η κοινωνία-μονάδα προφανώς δεν υπάρχει, αφού οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, ακόμη κι αν περιορίζονται στη στοιχειώδη έννοια ότι οι άλλοι υπάρχουν, είναι εξαιρετικά περιορισμένη και οριοθετείται στο πεδίο της οικογένειας ή της φυλής. Μπορούμε να καταλήξουμε στο ολοφάνερο συμπέρασμα ότι η «κοινωνία-μονάδα» δεν υπήρξε ποτέ και, πιθανόν, δεν θα μας τεθεί ως «όριο», το οποίο μπορούμε να προσεγγίζουμε όλο και περισσότερο υπερβαίνοντας τα σύνορα των τάξεων και των κρατών.
Το να ξεκινάμε από το άτομο-μονάδα ως κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα και να συγκροτήσει κοινωνικές δομές, ή ακόμη και να αρνηθεί την κοινωνία, είναι σαν να ξεκινάμε από μια εξωπραγματική υπόθεση, η οποία, ακόμη και στις πιο σύγχρονες διατυπώσεις της, ισοδυναμεί μονάχα με την αποκατάσταση των εννοιών της θρησκευτικής αποκάλυψης και δημιουργίας και την έννοια μιας πνευματικής ζωής που δεν εξαρτάται από τη φυσική και την οργανική ζωή. Ο θεϊκός Δημιουργός -ή μια μοναδική δύναμη που κυβερνά το πεπρωμένο του σύμπαντος- έχει δώσει σε κάθε άτομο αυτή τη βασική ιδιότητα να είναι ένα αυτόνομο και ένα σαφώς προσδιορισμένο μόριο προικισμένο με συνείδηση, βούληση και υπευθυνότητα μέσα στο κοινωνικό σύνολο, και να είναι ανεξάρτητο από απρόοπτους παράγοντες που προέρχονται από τη φυσική επίδραση του περιβάλλοντος. Αυτή η θρησκευτική και ιδεαλιστική αντίληψη είναι μονάχα πολύ επιφανειακά τροποποιημένη στη διδασκαλία του δημοκρατικού φιλελευθερισμού ή του φιλελεύθερου ατομικισμού. Η ψυχή ως σπίθα από το Υπέρτατο Ον, η υποκειμενική κυριαρχία κάθε ψηφοφόρου ή η απεριόριστη αυτονομία του πολίτη μιας κοινωνίας δίχως νόμους: αυτά είναι τόσα πολλά σοφίσματα, που, στα μάτια της μαρξιστικής κριτικής, είναι μολυσμένα με τον ίδιο παιδαριώδη ιδεαλισμό, ασχέτως με το πόσο αποφασιστικά «υλιστές» μπορεί να ήταν οι πρώτοι αστοί φιλελεύθεροι και αναρχικοί.
Αυτή η αντίληψη είναι ισάξια με την εξίσου ιδεαλιστική υπόθεση της τέλειας κοινωνικής μονάδας -του κοινωνικού μονισμού- που είναι φτιαγμένη με βάση τη θεία βούληση, η οποία υποτίθεται ότι κυβερνά και διευθύνει τη ζωή του είδους μας. Για να ξαναγυρίσουμε στο πρωτόγονο στάδιο της κοινωνικής ζωής, το οποίο εξετάζαμε, και στην οργάνωση της οικογένειας, που ανακαλύψαμε μέσα σ’ αυτό, συμπεραίνουμε ότι δεν χρειαζόμαστε τέτοιου είδους μεταφυσικές υποθέσεις περί του ατόμου-μονάδας και τις κοινωνίας-μονάδας για να ερμηνεύσουμε τη ζωή του είδους και τη διαδικασία εξέλιξής του. Από την άλλη μεριά, μπορούμε να δηλώσουμε κατηγορηματικά ότι έχουμε να κάνουμε με έναν τύπο συλλογικότητας που είναι οργανωμένη σε ενιαία βάση, δηλ. την οικογένεια. Φροντίζουμε να μην τον καταστήσουμε έναν αμετάβλητο ή μόνιμο τύπο και να μην τον εξιδανικεύσουμε σαν να ήταν το πρότυπο της κοινωνικής συλλογικότητας, όπως κάνει με το άτομο ο αναρχισμός ή η απόλυτη μοναρχία. Απεναντίας, καταγράφουμε, απλώς, την ύπαρξη της οικογένειας ως την πρωταρχική μονάδα οργάνωσης της ανθρωπότητας, από την οποία θα επακολουθήσουν άλλες, και η οποία θα μεταβληθεί και η ίδια από πολλές απόψεις, θα καταστεί συστατικό στοιχείο άλλων συλλογικών οργανώσεων ή, όπως δικαιολογημένα μπορούμε να αναμένουμε, θα εξαφανιστεί σε πολύ εξελιγμένες κοινωνικές μορφές. Δεν αισθανόμαστε διόλου υποχρεωμένοι να ταχθούμε από θέση αρχής υπέρ ή κατά της οικογένειας, περισσότερο απ’ όσο νοιώθουμε υποχρεωμένοι να ταχθούμε από θέση αρχής, για παράδειγμα, υπέρ ή κατά του κράτους. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να συλλάβουμε την εξελικτική κατεύθυνση αυτών των τύπων οργάνωσης του ανθρώπου. Όταν αναρωτιόμαστε εάν κάποια μέρα θα αυτοί οι τύποι εξαφανιστούν, το κάνουμε αντικειμενικά, επειδή δεν θα μπορούσε να μας συμβεί τις νοήσουμε ως κάτι ιερό και αιώνιο ή ως κάτι βλαβερό που πρέπει να καταστραφεί. Ο συντηρητισμός και το αντίθετό του (δηλ. η άρνηση κάθε μορφής οργάνωσης και κοινωνικής ιεραρχίας) είναι από κριτική σκοπιά εξίσου ανίσχυροι και εξίσου άγονοι.
Έτσι, αφήνοντας κατά μέρος την παραδοσιακή αντίθεση ανάμεσα στις κατηγορίες «άτομο» και «κοινωνία», θα παρακολουθήσουμε στη μελέτη μας το σχηματισμό και την εξέλιξη άλλων μονάδων της ανθρώπινης ιστορίας: εκτεταμένες ή περιορισμένες ομαδοποιήσεις ανθρώπων που βασίζονται στον καταμερισμό των λειτουργιών και σε μια ιεραρχία, που εμφανίζονται ως οι πραγματικοί παράγοντες και συντελεστές της κοινωνικής ζωής. Τέτοιου είδους μονάδες μπορούν, σε έναν ορισμένο βαθμό, να συγκριθούν με οργανικές μονάδες, με ζωντανούς οργανισμούς που τα κύτταρά τους, με τις διάφορες λειτουργίες τους και τη διαφορετική τους αξία, μπορούν να αναπαραστήσουν ανθρώπους ή στοιχειώδεις ομάδες ανθρώπων. Ωστόσο, η αναλογία δεν είναι πλήρης, εφόσον ένας ζωντανός οργανισμός έχει σαφώς καθορισμένα όρια και υπακούει σε άκαμπτους βιολογικούς νόμους ανάπτυξης και θανάτου, ενώ οι οργανωμένες κοινωνικές μονάδες δεν έχουν σταθερά όρια και ανανεώνονται συνεχώς, καθώς αναμιγνύονται μεταξύ τους, ενώ, ταυτόχρονα, διασπώνται και επανενώνονται. Αν επιλέξαμε να σταθούμε στο πρώτο και χτυπητό παράδειγμα, την οικογενειακή μονάδα, είναι επειδή επρόκειτο να αποδείξουμε ότι ακόμη και αυτές οι μονάδες που εξετάζουμε αποτελούνται καθαρά από άτομα και αν η ίδια τους η σύνθεση μεταβάλλεται, παρ’ όλα αυτά, συμπεριφέρονται σαν οργανικές και ακέραιες «ολότητες», τόσο ώστε δεν έχει πραγματικό νόημα και ισοδυναμεί με μύθο το να τα διασπάσει κανείς σε ατομικές μονάδες. Ο παράγοντας «οικογένεια» συνιστά μια ολότητα που η ύπαρξή της δεν εξαρτάται από τον αριθμό των ατόμων που περιλαμβάνει, αλλά από το πλέγμα των σχέσεών τους. Για να φέρουμε ένα χοντροκομμένο παράδειγμα, μια οικογένεια που αποτελείται από τον αρχηγό της, τις γυναίκες του και μερικούς αδύναμους ηλικιωμένους δεν έχει την ίδια αξία με μια άλλη που αποτελείται από τον αρχηγό της και πολλούς νεαρούς και ρωμαλέους γιους.
Ξεκινώντας από την οικογένεια, την πρώτη οργανωμένη μορφή κοινωνίας -στην οποία βρίσκει κανείς το πρώτο παράδειγμα καταμερισμού των λειτουργιών, τις πρώτες ιεραρχίες, τις πρώτες μορφές εξουσίας, διεύθυνσης των δραστηριοτήτων των ατόμων και διαχείρισης πραγμάτων- η εξέλιξη του ανθρώπου διήλθε μέσα από μια απέραντη σειρά άλλων, ολοένα πλατύτερων και πιο σύνθετων, μορφών οργάνωσης. Η αιτία αυτής της αυξανόμενης πολυπλοκότητας έγκειται στην αυξανόμενη πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων και ιεραρχιών που γεννιούνται από την ολοένα αυξανόμενη διαφοροποίηση μεταξύ των λειτουργιών. Η τελευταία καθορίζεται ευθέως από τα συστήματα παραγωγής που η τεχνολογία και η επιστήμη θέτουν στη διάθεση της ανθρώπινης δραστηριότητας, προκειμένου να παράσχουν έναν αυξανόμενο αριθμό προϊόντων (με την ευρύτερη έννοια της λέξης) που είναι κατάλληλα για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μεγαλύτερων κοινωνιών που εξελίσσονται προς ανώτερες μορφές ζωής. Μια ανάλυση που επιδιώκει να κατανοήσει τη διαδικασία σχηματισμού και μεταβολής των διαφόρων οργανώσεων του ανθρώπου καθώς επίσης και την αλληλεπίδραση των σχέσεων μέσα στο σύνολο της κοινωνίας, πρέπει να βασίζεται στην έννοια της ανάπτυξης της τεχνολογίας στην παραγωγή και τις οικονομικές σχέσεις που απορρέουν από τον καταμερισμό των ατόμων σε διάφορα καθήκοντα που απαιτεί ο παραγωγικός μηχανισμός. Ο σχηματισμός και η εξέλιξη των δυναστειών, των καστών, των στρατών, των κρατών, των αυτοκρατοριών, των εταιριών και των κομμάτων μπορεί και πρέπει να μελετηθεί με βάση αυτούς τους παράγοντες. Μπορεί να φανταστεί κανείς ότι στο ανώτατο σημείο αυτής της πολυσύνθετης εξέλιξης θα εμφανιστεί ένα είδος οργανωμένης μονάδας που θα περιλαμβάνει όλη την ανθρωπότητα και θα καθιερώσει έναν ορθολογικό καταμερισμό λειτουργιών μεταξύ όλων των ανθρώπων. Το ποια σημασία και ποια όρια θα έχει το ιεραρχικό σύστημα συλλογικής διαχείρισης σε αυτή την ανώτερη μορφή ανθρώπινης κοινωνικής ζωής είναι ένα θέμα για περαιτέρω συζήτηση.
Για να εξετάσουμε αυτούς τους ενιαίους οργανισμούς που οι εσωτερικές τους σχέσεις ρυθμίζονται από αυτό που καλείται γενικά «δημοκρατική αρχή», θα τα διακρίνουμε, χάριν ευκολίας, σε οργανωμένες συλλογικότητες που η ιεραρχία τους επιβάλλεται έξωθεν και σε εκείνους που επιλέγουν την ιεραρχία τους εκ των ένδον. Σύμφωνα με τη θρησκευτική αντίληψη και το καθαρό δόγμα του κύρους, σε κάθε εποχή η ανθρώπινη κοινωνία είναι μια ενιαία συλλογικότητα που η ιεραρχία που επικρατεί στο εσωτερικό της προέρχεται από υπερφυσικές δυνάμεις. Δεν θα επαναλάβουμε την κριτική σε μια τέτοια μεταφυσική υπεραπλούστευση που έρχεται σε αντίθεση με ολόκληρη την εμπειρία. Η αναγκαιότητα καταμερισμού των λειτουργιών είναι αυτή που δημιουργεί φυσιολογικά τις ιεραρχίες και το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της οικογένειας. Καθώς η τελευταία εξελίσσεται σε φυλή ή σε ορδή, πρέπει να οργανωθεί προκειμένου να παλέψει εναντίον άλλων οργανώσεων (αντίπαλες φυλές). Η ηγεσία ανατίθεται σ’ εκείνους που είναι ικανοί να κάνουν την καλύτερη χρήση των δυνάμεων της κοινότητας και οι στρατιωτικές ιεραρχίες αναδεικνύονται ως απάντηση σε αυτήν την ανάγκη. Το κριτήριο της επιλογής για το κοινό όφελος εμφανίστηκε χιλιάδες χρόνια πριν από το δημοκρατικό ελεκτοραλισμό. Οι βασιλείς, οι στρατιωτικοί αρχηγοί και οι ιερείς αρχικά εκλέγονταν. Με την πάροδο του χρόνου, επικράτησαν άλλα κριτήρια για το σχηματισμό των ιεραρχιών, δημιουργώντας τα προνόμια της κάστας τα οποία μεταβιβάζονταν κληρονομικά ή με τη μύηση σε κλειστές σχολές, σέκτες και λατρείες. Αυτή η εξέλιξη προήλθε από το γεγονός ότι αν η ένταξη σε κάποια κοινωνική θέση δικαιολογείτο από την κατοχή ειδικών ικανοτήτων, μια τέτοια συνθήκη ήταν, κατά κανόνα, περισσότερο ευνοϊκή για να επιδράσει στη μεταβίβαση αυτής της θέσης. Δεν θα υπεισέλθουμε εδώ στην όλη διαδικασία σχηματισμού των καστών και, κατόπιν, των τάξεων μέσα στην κοινωνία. Είναι αρκετό να λεχθεί ότι η εμφάνισή τους δεν ανταποκρίνεται πλέον μονάχα στη λογική αναγκαιότητα του καταμερισμού των λειτουργιών, αλλά επίσης και στο γεγονός ότι ορισμένα στρώματα που καταλαμβάνουν μια προνομιακή θέση στο μηχανισμό της οικονομίας καταλήγουν να μονοπωλούν την εξουσία και την κοινωνική επιρροή. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κάθε άρχουσα κάστα εξασφαλίζει τη δική της οργάνωση, τη δική της ιεραρχία και το ίδιο ισχύει και για τις οικονομικά προνομιούχες τάξεις. Οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες του Μεσαίωνα, για παράδειγμα, με το συνασπιστούν για την υπεράσπιση των κοινών τους προνομίων κατά των επιθέσεων των άλλων τάξεων, συγκρότησαν μια μορφή οργάνωσης που στο αποκορύφωμά της κατέληξε στη μοναρχία, η οποία συγκέντρωσε στα χέρια της τις δημόσιες εξουσίες αποκλείοντας εντελώς τα άλλα στρώματα του πληθυσμού. Το κράτος της φεουδαλικής εποχής ήταν η οργάνωση της φεουδαλικής αριστοκρατίας με την υποστήριξη του κλήρου. Ο κυριότερος παράγοντας καταναγκασμού της στρατιωτικής μοναρχίας ήταν ο στρατός. Εδώ έχουμε έναν τύπο οργανωμένης συλλογικότητας που η ιεραρχία του καθιερώθηκε έξωθεν, αφού ο βασιλιάς ήταν αυτός που απένεμε τους στρατιωτικούς βαθμούς και ο κανόνας ήταν η παθητική υποταγή καθενός από τα συστατικά της στοιχεία. Κάθε μορφή κράτους συγκεντρώνει κάτω από μία αρχή την οργάνωση και τη διοίκηση μιας σειράς από εκτελεστικές ιεραρχίες: το στρατό, την αστυνομία, το δικαστικό σώμα και τη γραφειοκρατία. Έτσι, το κράτος κάνει χρήση της δραστηριότητας ατόμων απ’ όλες τις τάξεις, αλλά αυτή οργανώνεται με βάση μία και μοναδική ή λίγες προνομιούχες τάξεις που ιδιοποιούνται την εξουσία για να συγκροτήσουν τις διάφορες ιεραρχίες τους. Οι άλλες τάξεις -και γενικά όλες οι ομάδες ατόμων για τις οποίες είναι ολοφάνερο ότι το κράτος, παρά τους ισχυρισμούς του, δεν διασφαλίζει κατά κανέναν τρόπο τα συμφέροντα όλων- επιδιώκουν να εξασφαλίσουν τις δικές τους οργανώσεις για να κάνουν τα δικά τους συμφέροντα να υπερισχύσουν. Το σημείο αφετηρίας τους είναι ότι τα μέλη τους καταλαμβάνουν την ίδια θέση στην παραγωγή και στην οικονομική ζωή.
Όσον αφορά τις οργανώσεις που μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα, οι οποίες εξασφαλίζουν τη δική τους ιεραρχία, αν ρωτήσουμε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο μπορεί να οριστεί η ιεραρχία, προκειμένου να διασφαλίσει την υπεράσπιση των συλλογικών συμφερόντων της εν λόγω οργάνωσης και να αποφύγει το σχηματισμό προνομιούχων στρωμάτων, μερικοί θα προτείνουν τη δημοκρατική μέθοδο, που η αρχή της έγκειται στην προσφυγή στη γνώμη της πλειοψηφίας για την επιλογή αυτών που θα καταλάβουν τις διάφορες θέσεις.
Η σφοδρότητα της κριτικής μας σε μια τέτοια μέθοδο εξαρτάται από το αν εφαρμόζεται στη σημερινή κοινωνία συνολικά, σε δεδομένα έθνη ή στην περίπτωση που εφαρμόζεται σε ακόμη στενότερες οργανώσεις όπως τα συνδικάτα και τα κόμματα.
Στην πρώτη περίπτωση, αυτή πρέπει να απορριφθεί, εφόσον δεν λαμβάνει υπόψιν τη θέση των ατόμων μέσα στην οικονομία και δέχεται ως δεδομένη την εγγενή τελειοποίηση του συστήματος χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιστορική εξέλιξη της συλλογικότητας στην οποία εφαρμόζεται.
Η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις που διακρίνονται από το οικονομικό προνόμιο, αφαιρεί ξεκάθαρα κάθε αξία από τις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Η κριτική μας αρνείται την παραπλανητική θεωρία που υποστηρίζει ότι ο δημοκρατικός και κοινοβουλευτικός κρατικός μηχανισμός που απορρέει από τα σύγχρονα φιλελεύθερα συντάγματα είναι μια οργάνωση όλων των πολιτών και εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Από τη στιγμή που εμφανίζονται αντιτιθέμενα συμφέροντα και ταξικοί ανταγωνισμοί δεν μπορεί να υπάρξει καμία ενιαία οργάνωση. Παρά την επιφανειακή παρουσία της λαϊκής κυριαρχίας, το κράτος παραμένει όργανο της οικονομικά κυρίαρχης τάξης και εργαλείο υπεράσπισης των συμφερόντων της. Παρά την εφαρμογή του δημοκρατικού συστήματος στην πολιτική εκπροσώπηση, η αστική κοινωνία εμφανίζεται ως ένα σύνθετο δίκτυο ενιαίων σωμάτων. Πολλά από αυτά, που προέρχονται από τα προνομιούχα στρώματα και τείνουν να διαφυλάσσουν τον τωρινό κοινωνικό μηχανισμό, συγκεντρώνονται γύρω από τον ισχυρό συγκεντρωτικό οργανισμό του πολιτικού κράτους. Άλλοι μπορεί να είναι ουδέτεροι ή να έχουν μια αμφιταλαντευόμενη στάση απέναντι στο κράτος. Τέλος, άλλοι εμφανίζονται στο εσωτερικό στρωμάτων που γίνονται αντικείμενο καταπίεσης και εκμετάλλευσης οι οποίοι στρέφονται κατά του ταξικού κράτους. Ο κομμουνισμός καταδεικνύει ότι η τυπική νομική και πολιτική εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής και της αρχής της πλειοψηφίας σε όλους τους πολίτες, τη στιγμή που η κοινωνία είναι διαιρεμένη σε αντίθετες τάξεις σε σχέση με την οικονομία, είναι ανίκανη να καταστήσει το κράτος μια οργανωτική μονάδα της κοινωνίας ή του έθνους συνολικά. Επισήμως, η πολιτική δημοκρατία ισχυρίζεται το αντίθετο, ενώ, στην πραγματικότητα, αποτελεί τη μορφή που εξυπηρετεί την εξουσία της αστικής τάξης, τη δικτατορία αυτής της ιδιαίτερης τάξης, με σκοπό τη διαφύλαξη των προνομίων της.
Συνεπώς, είναι σφάλμα να αποδίδει κανείς τον ίδιο βαθμό ανεξαρτησίας και ωριμότητας στην ψήφο κάθε ψηφοφόρου, ανεξάρτητα από το αν αυτός είναι ένας εργάτης εξαντλημένος από την υπερβολική σωματική εργασία ή ένας έκλυτος πλούσιος, ένας δαιμόνιος μεγαλοβιομήχανος ή ένας αξιοθρήνητος προλετάριος που αγνοεί τις αιτίες της μιζέριας του και τα μέσα για την εξάλειψή της. Αποτελεί δε λάθος το να νομίζει κανείς ότι εκπληρώνοντας κάποιος το υπέρτατο καθήκον της προσφυγής στην ψήφο του «ψηφοφόρου» μια φορά στο τόσο είναι αρκετό για να εξασφαλίσει την ηρεμία και την υποταγή οποιουδήποτε αισθάνεται ότι πέφτει θύμα και γίνεται αντικείμενο κακομεταχείρισης από την κρατική πολιτική και την κυβέρνηση. Δεν θεωρούμε απαραίτητο να χάσουμε χρόνο για να αποκαλύψουμε αυτά τα λάθη.
(...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου