Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Οι κόκκινοι βλαστοί της αντίστασης; Αγώνες κατά την ύφεση στο Ην. Βασίλειο.

Τη μετάφραση την καναμε με την ελ. Καθηστερησα καμποσους μηνες (γκουχ γκουχ) να τελειωσω κατι διορθωσεις αλλα πιστευω πως αυτη τη στιγμη ειναι πιο επικαιρη απο τοτε (κατι σαν την επετειο της 17 νοεμβρη που καθε χρονια ειναι πιο επικαιρη απο καθε προηγουμενη). Το πρωτοτυπο ειναι εδω: http://libcom.org/library/red-shoots-resistance-recession-struggles-uk


Αφιερωμενο σε αυτους που αντιμετωπιζουν τον κοινωνικο ανταγωνισμο με ενα καχυποπτο, υπεροπτικο, λοξο βλεμμα απο το παραθυρο του γυαλινου πυργου τους, λιγο πρωτου το στρεψουν ξανα στον καθρεφτη που στεκει μονιμα μπροστα τους και συνεχισουν να θαυμαζουν τη μεγαλοπρεπεια τους. Δεν ειχε οση πλακα οση θα μπορουσε, κυριως γιατι οι πιο πολλοι εκει μεσα ηταν ξενερωτοι και τους αντιμετωπιζαν στα σοβαρα. Ναι, εχω μαζοχιστικες τασεις, αυτοκτονικο ιδεασμο και οχι πολλα πραγματα να κανω στη ζωη μου.




Μετάφραση από Aufheben: Οι κόκκινοι βλαστοί της αντίστασης; Αγώνες κατά την  ύφεση στο Ην. Βασίλειο.

Το άρθρο αυτό γράφτηκε το 2009 και εξετάζει αγώνες κλειδιά που έδωσαν εργαζόμενοι στο Ην. Βασίλειο κατά τη διάρκεια της ύφεσης, περιλαμβάνοντας την κατάληψη του Ford Visteon και τις άγριες απεργίες στα διυλιστήρια Lindsey.


Εισαγωγή:

Η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει όχι τόσο σε ένα κύμα, αλλά σίγουρα σε μια αναζωπύρωση των εργατικών αγώνων στο Ην. Βασίλειο. Άγριες απεργίες έχουν μεταδοθεί σε όλη τη χώρα, εργοστάσια έχουν καταληφθεί από απολυμένους εργαζόμενους και σχολεία από γονείς που διαμαρτύρονται για το κλείσιμό τους, ενώ επίσημες και μη απεργίες στα ταχυδρομεία έλαβαν μέρος σε όλη τη χώρα καθώς η αμφίβολη «νίκη» της συμφωνίας της εθνικής απεργίας του 2007 αρχίζει να τίθεται σε ισχύ. Στο Μπράιτον, το συμβούλιο κυνηγάει εναν από τους πιο μαχητικούς κλάδους της εργατικής τάξης, τους εργαζόμενους απορριμμάτων και οδοκαθαριστές της εταιριας Cityclean – που έχουν μια ιστορία άγριων απεργιών και καταλήψεων. 1 Η απειλή του συμβουλίου να επιβάλει μειώσεις μισθών πάνω από 8.000£ κατά άτομο (από έναν ανώτατο μισθό κάτω των £20k)  έχει ήδη προκαλέσει διαδηλώσεις από τους εργαζόμενους της Cityclean με την υπόσχεση περαιτέρω ενεργειών εάν το συμβούλιο τα προωθήσει. Είναι αυτοί οι κόκκινοι βλαστοί μιας αναγέννησης της μαχητικότητας της εργατικής τάξης; Ή οι τελευταίες ανάσες μιας τάξης ακόμη αποδυναμωμένης από την επίθεση του κεφαλαίου τη δεκαετία του ’80?

Αυτό το σύντομο άρθρο αναφέρεται στις απεργίες στο διυλιστήριο πετρελαίου στο Lindsey, τις καταλήψεις της Ford-Visteon και Vestas και τις καταλήψεις σχολείων από γονείς στη Γλασκόβη και στη Γέφυρα Λέβισαμ. Οι αγώνες αυτοί επιλέχθηκαν καθώς εγείρουν ενδιαφέροντα ερωτήματα, που χωρίς αμφιβολία παραμένουν επίκαιρα όσο η υπό συζήτηση οικονομική ανάκαμψη προσφέρει το σύνθημα για μια πληθώρα περαιτέρω περικοπών που σχεδιάζονται. Περιγράφοντας αυτές τις διαμάχες, παλιά θέματα θα έρθουν στην επιφάνεια: εθνικισμός vs διεθνισμός, συνδικάτα vs δράση εκτός συνδικάτων, μαζικές συνελεύσεις vs παρασκηνιακές συμφωνίες και ο ρόλος των αριστερών και των επαναστατών. Ωστόσο, υπάρχουν επίσης σχετικά νέες δυναμικές όπως η διασταύρωση περιβαλλοντικών αγώνων με ταξικούς αγώνες. Πώς εμφανίζονται αυτά στο φοντο της οικονομικής κρίσης?  

Οι άγριες απεργίες στο διυλιστήριο πετρελαίου Lindsey (LOR)

Το Γενάρη του 2009 600 εργάτες διαδήλωσαν στο διυλιστήριο πετρελαίου του Lindsey (LOR) στη Lincolnshire. Το BBC περιέγραψε τη διαδήλωση ως μια «κλιμάκωση της διαμαρτυρίας ενάντια στη χρησιμοποίηση ξένης εργατικής δύναμης». 3 Οι εργάτες απεικονίζονταν με πανό που επαναλάμβαναν το σλόγκαν του Gordon Brown «αγγλικές δουλειές για άγγλους εργάτες», κλεμμένο από το Εθνικό Μέτωπο. Κάποια από αυτά τα πανό ήταν εμφανές ότι δεν ήταν από επίσημα συνδικάτα αλλά κάποιων ατόμων. Συνδυασμένη με την διακεκριμένη μιντιακή κάλυψη των περίεργων σημαιών του Ην.Βασιλείου  στο πλήθος και το ακροδεξιό Βρετανικό Εθνικιστικό Κόμμα να κινείται με πλήρως καιροσκοπικό τρόπο, φαινόταν πως το πρώτο ξέσπασμα μιας ανοιχτής ταξικής αντιπαράθεσης μέσα στην κρίση ήταν μια επιστροφή στις εθνικιστικές απεργίες του 1970.

Αφορμή για τη διαμάχη στάθηκε η απόφαση του φορέα εκμετάλλευσης του διυλιστηρίου Total να το αναθέσει υπεργολαβικά σε μια ιταλική εταιρεία IREM, η οποία έφερε το δικό της ιταλικό εργατικό δυναμικό. Αυτή ήταν η πηγή της «ενάντια στους ξένους εργάτες» γραμμής που υποστήριζαν τα μίντια. Η Total προφανώς έκανε χρήση της Οδηγίας της ΕΕ για την απόσπαση εργαζομένων, η οποία νομιμοποιεί την πληρωμή σε υπεργολαβικούς εργαζόμενους της ΕΕ του κατώτατου μισθού που προβλέπει η χώρα καταγωγής τους και όχι η χώρα στην οποία εργάζονται, και επομένως φέρεται ότι δεν επιτρέπει στους ντόπιους εργάτες να διεκδικήσουν τις θέσεις αυτές. Η συμβαλλόμενη κατασκευαστική επιχείρηση παραμένει μια από τις πιο συνδικαλισμένες του Ην. Βασιλείου ενώ ίσχυε και μια εθνική σύμβαση για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας.

Η Total εκμεταλλεύτηκε τις υφιστάμενες εξωτερικές, υπεργολαβικές συμφωνίες σε συνδυασμό με την Οδηγία της ΕΕ για να φέρει ιταλούς εργάτες, που θεωρούνταν από τους διαχειριστές του LOR ότι βρίσκονται σε κατώτερες συνθήκες, υποσκάπτοντας την εθνική σύμβαση. Αυτό αποδείχτηκε δύσκολο να επιβεβαιωθεί, καθώς η Total σιωπούσε στα πλαίσια της «εμπορικής εμπιστευτικότητας», και σκόπευε να φιλοξενήσεις τους ιταλούς συμβαλλομένους της σε ένα υπεράκτιο φορτηγό πλοίο και να τους μεταφέρει με λεωφορείο προς και από την τοποθεσία για να μην έρθουν σε επαφή με τους ντόπιους εργάτες ακόμη και πριν ξεκινήσουν οι απεργιακές φρουρές.

Κύμα απεργιών αλληλεγγύης Μ1 ξεκίνησε σε όλη τη χώρα σε 13 διυλιστήρια και σταθμούς ενέργειας από το Longannet της Fife μέχρι το Milford Haven στη Νότια Ουαλία και έως το σταθμό ενέργειας Langage κοντά στο Plymouth με τη συμμετοχή συνολικά πάνω από 4000 εργατών. 5 Αναφορές ότι, πολωνοί εργάτες είχαν ενωθεί μαζί τους στο Langage 6 και η εμφάνιση πανό ανάμεσα στις απεργιακές φρουρές γραμμένων στα ιταλικά και άλλων με το σύνθημα «εργάτες του κόσμου ενωθείτε!», άρχισαν να θέτουν υπό αμφισβήτηση την επίσημη αφήγηση ότι πρόκειται για μια απλή ρατσιστική απεργία για εθνικό προστατευτισμό. Τα πραγματικά αιτήματα της απεργιακής επιτροπής του LOR, που είχαν εγκριθεί με συντριπτική πλειοψηφία από μια μαζική συνέλευση ήταν από πολλές απόψεις τα τυπικά συνδικαλιστικά αιτήματα, που ήταν τα ακόλουθα:

Καμία θυματοποίηση των αλληλέγγυων εργατών. Όλοι οι εργάτες στο Ην. Βασίλειο να καλύπτονται από την εθνική σύμβαση NAECI Μ2. Η καταγραφή υπό τον έλεγχο του συνδικάτου των άνεργων και με τοπικό επίπεδο εξειδίκευσης μελών του συνδικάτου, με δικαίωμα διορισμού όταν υπάρξει διαθέσιμη εργασία. Κυβερνητική και εργοδοτική επένδυση σε κατάλληλη εκπαίδευση/μαθητεία για τη νέα γενιά εργατών στον κατασκευαστικό κλάδο – αγώνας για ένα μέλλον για τους νέους. Όλοι οι μετανάστες εργάτες να μπουν σε συνδικάτα. Βοήθεια από τα συνδικάτα προς τους μετανάστες εργάτες – συμπεριλαμβάνοντας διερμηνείς – και πρόσβαση στη συμβουλευτική του συνδικάτου – για να τους προωθήσουν ως ενεργά ολοκληρωμένα μέλη στα συνδικάτα. Το χτίσιμο δεσμών με συνδικάτα στον κατασκευαστικό κλάδο σε όλη την ήπειρο.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι δημιουργήθηκαν 102 νέες θέσεις εργασίας, χωρίς οι ξένοι εργάτες να χάσουν τη δουλειά τους, γεγονός για το οποίο σχολίασε ένα μέλος της απεργιακής επιτροπής «είμαι χαρούμενος που όλοι επέστρεψαν στις δουλειές τους, που μπορούν και κερδίζουν χρήματα ξανά και που οι ιταλοί είναι ακόμη εδώ» 8. Σύμφωνα με το Σοσιαλιστικό Κόμμα η απεργία ήταν μια «εκπληκτική νίκη» στην οποία ικανοποιήθηκαν όλα τα αιτήματα των εργατών. Ανέφερε επίσης ότι «οι 647 απολύσεις αποσύρθηκαν, οι άλλες 51 απολύσεις λόγω κατάργησης συγκεκριμένων πόστων ακυρώθηκαν και όλοι οι εργαζόμενοι έχουν τώρα εγγυημένο ένα μίνιμουμ 4 εβδομάδων εργασίας, δηλαδή όση δουλειά είναι διαθέσιμη» 9. Το τελευταίο αυτό σημείο δίνει πράγματι κάποια προοπτική σε αυτή την «εκπληκτική νίκη», αλλά η διαμάχη στο LOR έδειξε ότι οι εργάτες μπορούν να δράσουν έξω από τους θεσμούς και να παραβούν τους νόμους που αφορούν αποκλεισμούς εγκαταστάσεων τρίτων επιχειρήσεων ατιμωρητί και να νικήσουν.

Οι καταλήψεις στη Ford Visteon:

Η Visteon ήταν μια εταιρία που ιδρύθηκε το 2000 όταν η Ford Motor Company της ανέθεσε ως υπεργολαβία κάποια εργασιακά της τμήματα. Ωστόσο, η Ford διατήρησε το 60% των μετοχών. Στους υφιστάμενους εργάτες δόθηκαν υποσχέσεις ότι θα συνεχίσουν να εργάζονται με τους ίδιους όρους και συνθήκες που εργάζονταν στην Ford. Προσλήφθηκε νέο προσωπικό με κατώτερες συμβάσεις. Στις 31 Μάρτη 2009 η Visteon εισήλθε σε καθεστώς πτώχευσης. Ανακοίνωσε το κλείσιμο των 3 εργοστασίων της στο Ην. Βασίλειο και την απόλυση 610 εργατών.

Οι εργάτες αναγκάζονταν να εργαστούν μέχρι το τέλος της βάρδιας τους, ύστερα τους δινόταν μια ολιγόλεπτη αναγγελία της απόλυσής τους – χωρίς αποζημιώσεις ή ακόμη και χρωστούμενους μισθούς, παραβιάζοντας τους ίδιους όρους εργασίας που τους είχαν υποσχεθεί, καθώς δεν τους χειρίζονταν ως εργάτες της Ford. Στο Belfast αυτό προκάλεσε μια αυθόρμητη κατάληψη του εργοστασίου. Την επομένη αφού μαθεύτηκαν τα νέα, τα εργοστάσια στο Enfield (βόρειο Λονδίνο) και στο Basildon (Essex) επίσης καταλήφθηκαν από τους εργάτες τους. Παρόλο που οι εργάτες ήταν όλοι μέλη του συνδικάτου «Unite the Union», το συνδικάτο προσέφερε από μικρή έως καθόλου βοήθεια, εκτός από κάποιες συμβολικές επισκέψεις από τα «κεφάλια» του συνδικάτου. Οι καταλήψεις δεν αναφέρονταν καν στο ιστολόγιο της Ένωσης.

Η αγωνιστική ιστορία του Visteon ήταν μικρή, αν και μερικοί από τους παλαιότερους εργάτες θυμούνταν ακόμη τις διαμάχες στα τέλη του ’70. Το εργοστάσιο του Basildon είχε ελάχιστα αποθέματα και μονάδες αξίας για την εταιρεία, και έτσι οι εργάτες άρχισαν να διαλύουν τα γραφεία. «Πείστηκαν» να φύγουν από μια διμοιρία ΜΑΤ και έτσι ξεκίνησαν μια 24ωρη περιφρούρηση του οικοπέδου. Στο Enfield, η κατάληψη διήρκησε μέχρι την Πέμπτη 9 Απρίλη, όταν η ένωση Unite – χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό από αμφίβολες νομικές συμβουλές και την υπόσχεση μιας «συμφωνίας» την οποία αρνούταν να ανακοινώσει μέχρι την επόμενη Τρίτη – έπεισε τους εργάτες να εγκαταλείψουν το εργοστάσιο. Επίσης, ξεκίνησαν μια 24ωρη περιφρούρηση για να εμποδίσουν την εκποίηση του ενεργητικού της εταιρείας.

Μόνο οι εργάτες στο Belfast συνέχιζαν την κατάληψη. Πιθανότατα δεν ήταν σύμπτωση ότι οι εργάτες του Belfast είχαν τους ισχυρότερους δεσμούς με την τοπική κοινότητα – εκατοντάδες υποστηρικτές από την περιοχή τούς επισκέφτηκαν λίγες ώρες αφότου ξεκίνησε η κατάληψη. Στο Belfast, οι εργάτες έμεναν κατά κύριο λόγο στην άμεση γύρω περιοχή, ενώ οι εργάτες του Enfield και του Basildon κατά βάση μετακινούνταν στη δουλειά από πολύ μακριά. 

Τα αφεντικά της Ένωσης Unite και του Visteon συνέχιζαν τις διαπραγματεύσεις για τις υποτίθεται έτοιμες «συμφωνίες» στις ΗΠΑ. Τα αφεντικά της Ford αρνήθηκαν να συμμετέχουν, αρνούμενοι κάθε ευθύνη για την τήρηση της συμφωνίας περί ίδιων όρων εργασίας. Οι περισσότερες διαπραγματεύσεις γίνονταν παρασκηνιακά. Αναφέρθηκε ότι οι σύνεδροι από το Enfield, που είχαν συνοδεύσει τα στελέχη της Unite στις διαπραγματεύσεις στις ΗΠΑ, παραμερίστηκαν ενώ η Ένωση και τα αφεντικά του Visteon διαπραγματεύονταν το μέλλον των εργατών ερήμην τους. Το αποτέλεσμα όλου αυτού ήταν μια προσφορά αποζημίωσης απόλυσης για 90 ημέρες – το νόμιμο κατώτατο όριο.       

Αυτό παρακίνησε τους εργάτες του Enfield να ενισχύσουν τα οδοφράγματα στις εξόδους του εργοστασίου και ενθάρρυνε τους εργάτες του Belfast να συνεχίσουν την κατάληψη. Οι εργάτες του Visteon και οι σύνεδροί τους στην Ένωση ετοιμάζονταν επίσης να στείλουν αντιπροσώπους στο τελευταίο εργοστάσιο της Ford στο Ην. Βασίλειο, στο Bridgend. Το εργοστάσιο αυτό ήταν κερδοφόρο και ζωτικό κομμάτι της αλυσίδας προμηθειών της Ford. Αυτό έφερε στο τέλος την Ford στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και την Ένωση να πιέζει τους εργάτες να ακυρώσουν τις αποστολές αντιπροσώπων στο Bridgend. Η τελευταία συμφωνία ήταν μια μερική νίκη από την άποψη ότι υπήρξε μια βελτίωση στο κατώτατο νόμιμο όριο. Ωστόσο, πολλά σημεία, όπως οι συντάξεις, παρέμειναν άλυτα.        

Οι καταλήψεις σχολείων:

Τον Φεβρουάριο γονείς κατέλαβαν τη στέγη του δημοτικού σχολείου της Παναγίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη βορειοδυτική Γλασκόβη. Η αντίδρασή τους αυτή ήταν μια απάντηση στα σχέδια του συμβουλίου να κλείσει 25 δημοτικά σχολεία και βρεφονηπιακούς σταθμούς σε όλη τη Γλασκόβη, που είχαν ήδη προκαλέσει πορείες και αποκλεισμό από τους γονείς μιας συνεδρίασης του συμβουλίου. Το γεγονός αυτό ακολούθησε τον Απρίλιο η κατάληψη των δημοτικών St Gregorys και Wyndford από γονείς, αφού αναγνώρισαν σαν κοροϊδία τη «δημόσια διαβούλευση» που ξεκίνησε το δημοτικό συμβουλίου» ως απάντηση στις διαμαρτυρίες που προηγήθηκαν.  

Παράλληλα, τον Απρίλη έγινε η κατάληψη της στέγης του δημοτικού σχολείου του  Lewisham Bridge στο νότιο Λονδίνο από γονείς και υποστηρικτές οργισμένους με τα σχέδια του συμβουλίου για κατεδάφιση του σχολείου. Το συμβούλιο του Lewisham είχε ήδη κλείσει το σχολείο μεταφέροντας τους μαθητές του σε άλλο σχολείο. Σχεδίαζαν να κατεδαφίσουν το σχολείο και να το αντικαταστήσουν με ένα σχολείο για παιδιά 3-16 ετών και με το διπλάσιο αριθμό μαθητών, συμπιέζοντας τις περιοχές για παιχνίδι και τις αίθουσες πολύ κάτω από τις κρατικές προδιαγραφές. Το νέο σχολείο θα είχε καθεστώς «Ιδρύματος», με πολιτική υποδοχής μαθητών που θα καθοριζόταν από ανεξάρτητους διοικητές υποστηριζόμενους από ιδιωτικά κεφάλαια.
  
Η κατάληψη στο Lewisham Bridge εμπνεύστηκε από την καμπάνια της Γλασκόβης «σώστε τα σχολεία μας» και τις καταλήψεις στο Visteon. Εργάτες από το Enfield and Belfast του Visteon επισκέπτονταν την κατάληψη δωρίζοντας τα ζεστά, εύκολα ορατά μπουφάν τους στους καταληψίες που είχαν εγκατασταθεί στις στέγες. Με τη σειρά της, η κατάληψη στο Lewisham Bridge ενέπνευσε γονείς να καταλάβουν το δημοτικό σχολείο Charlotte Turner κοντά στο Deptford,  το οποίο το συμβούλιο σκόπευε να κλείσει παρά ακόμη μία εικονική «δημόσια διαβούλευση» στα πλαίσια της οποίας οι 296 από τις 297 απαντήσεις αντιτίθονταν στο κλείσιμο. Όλες οι καμπάνιες συνεχίζονται ακόμη (Οκτώβρης 2009), παρόλο που οι καταλήψεις έχουν λήξει - προς το παρόν.    

Στην περίπτωση του Lewisham Bridge η κατάληψη ήταν μια ολοκληρωτική νίκη – παρόλο που δεν οφειλόταν αποκλειστικά στην άμεση δράση. Οι καταληψίες αιτήθηκαν να καταχωρηθεί (σ.μ. ως πολιτιστική κληρονομιά) το κτίριο του σχολείου, πράγμα το οποίο επιτεύχθηκε. Αυτό ανέτρεψε τα σχέδια του συμβουλίου για κατεδάφιση. Στην περίπτωση των σχολείων της Γλασκόβης, οι καταλήψεις υιοθετήθηκαν ως μια στρατηγική της συνεχιζόμενης καμπάνιας και μπορούν στο μέλλον να ξαναρχίσουν.


Η κατάληψη των Vestas:

Η Vestas Blades, δανών ιδιοκτητών, κατασκευάζει ανεμογεννήτριες και διευθύνει τρία οικόπεδα στο Isle of Wight και στο Southampton. Παρά το γεγονός ότι δήλωνε κέρδη και αυξημένες πωλήσεις, η Vestas ανακοίνωσε τον Ιούλιο του 2009 ότι έκλεινε την εγκατάσταση παραγωγής της στο Newport, στο Isle of Wight, με συνέπεια την απώλεια 625 θέσεων εργασίας. 19 εργάτες απάντησαν με την κατάληψη του εργοστασίου (παρόλο που έκαναν τον τύπο να πιστεύει ότι πρόκειται για σχεδόν 30 άτομα, προκειμένου να αποτρέψουν προσπάθειες έξωσής τους). Αμέσως έδειξαν το παράλογο του «ορθολογισμού» της Vestas – το να κλείσει το μοναδικό στο Ην. Βασίλειο εργοστάσιο γεννητριών σε μια στιγμή που η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει μια πολιτική επέκτασης της παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας προς αντιμετώπιση της αδιαμφισβήτητης ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής. Η Vestas είχε επίσης πρόσφατα λάβει μια πολλών εκατομμυρίων επιχορήγηση από την κυβέρνηση του Ην. Βασιλείου για έρευνα και ανάπτυξη. Συνεπώς, οι εργάτες προέταξαν την εθνικοποίηση προκειμένου να διασφαλίσουν «πράσινες θέσεις εργασίας», ως ένα από τα κύρια αιτήματά τους.

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή της κατάληψης ήταν η ηλικία των καταληψιών – οι περισσότεροι ήταν κάτω των 25, και το γεγονός ότι δεν ήταν συνδικαλισμένοι και είχαν μικρό ιστορικό μαχητικότητας. Όπως δήλωσε ένας από τους εργάτες που έφυγε από την κατάληψη νωρίς για οικογενειακούς λόγους: «Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Αν χάσουμε αυτές τις δουλειές, δεν θα μπορέσουμε να βρούμε άλλες στο νησί. Πώς θα στηρίξουμε τις οικογένειές μας τότε;» Η κατάληψη προσέλκυσε την συμπαράσταση από μια κατασκήνωση για το κλίμα που στήθηκε έξω από τις πύλες του εργοστασίου, όπως και από την ένωση RMT, που ανέλαβε μεγάλο μέρος της οργάνωσης έξω από το εργοστάσιο καθώς η πλειονότητα των αγωνιστών εργατών είχε παγιδευτεί μέσα στην κατάληψη από έναν φράχτη που είχε υψώσει η αστυνομία και η ασφάλεια για να εμποδίσει την είσοδο προμηθειών μέσα στο εργοστάσιο – και να αναγκάσει τους καταληψίες να βγουν έξω από τη λιμοκτονία.

Η κατάληψη διήρκησε 3 εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων διάφορες ομάδες συμπαράστασης σχηματίστηκαν σε άλλες πόλεις. Στο Brighton, όπου δραστηριοποιηθήκαμε εμείς, αυτό περιλάμβανε ένα συνονθύλευμα ανθρώπων από τη Solidarity Federation, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Πράσινο Κόμμα, όπως και ανένταχτα άτομα, που συναντιόμασταν σε εβδομαδιαία βάση. Αντί να ενισχύσουμε το ελεγχόμενο από την ομοσπονδία Trades Union Congress (TUC) ταμείο, οι £100 που συγκεντρώθηκαν στο δρόμο χρησιμοποιήθηκαν για να αγοραστούν προμήθειες που περνούσαν κρυφά στους καταληψίες, αφότου συμπαραστάτες οργάνωναν έναν αντιπερισπασμό στην περίφραξη. Την προηγούμενη μέρα ένας καταληψίας είχε φύγει από την κατάληψη «χλωμός και τρεμάμενος». Οι γιατροί τον έστειλαν στο νοσοκομείο αφού εντόπισαν επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα σακχάρου του αίματος.  

Δυστυχώς, δεν έγινε καμία προσπάθεια να επεκταθεί ο αγώνας και σε άλλους χώρους δουλειάς, παρόλο που έγιναν σχεδιασμένες προσπάθειες να δημιουργηθούν ομάδες συμπαράστασης σε όλο το νησί. Αυτό ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτο, αφού τα γειτονικά εργοστάσια προμήθευαν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους στη Vestas και επομένως και οι εκεί θέσεις εργασίας κινδύνευαν στη συνέχεια επίσης. Αυτό φάνηκε σαν μια χαμένη ευκαιρία. Η κατάληψη έληξε χωρίς ξεκάθαρες παραχωρήσεις, και η καμπάνια φαίνεται να έχει πληγεί πλέον αφού και τα τελευταία πτερύγια έχουν μεταφερθεί από το εργοστάσιο. Ωστόσο, κάποιοι από τους καταληψίες έχουν επισκεφτεί απεργιακές φρουρές σε άλλες διαμάχες, πράγμα που δείχνει ότι η εμπειρία τους έχει «μεταμορφώσει».

Σίγουρα στο Brighton, ο συνδυασμός της απώλειας θέσεων εργασίας με την περιβαλλοντική σκοπιά άγγιζε κάποιες χορδές των ανθρώπων κατά τη διάρκεια των συγκεντρώσεων χρημάτων στο δρόμο, με την απεργία των μεταλλωρύχων το 1984/5 ως κοινό σημείο αναφοράς για αυτούς που σταματούσαν στο δρόμο να συζητήσουμε καθώς κρατούσαμε κουτιά οικονομικής ενίσχυσης έξω από το σταθμό τρένου του Brighton. Βρήκαμε ενδιαφέρον το γεγονός ότι η απεργία παραμένει ένα πολιτισμικό σημείο αναφοράς τόσο για το ευρύ κοινό όσο και για τους αριστερούς.

Η ταξική πάλη δεν είναι ποτέ «καθαρή»:

Το πρώτο ενδιαφέρον πράγμα που αξίζει να αναφερθεί αφορά την «καθαρότητα» των αγώνων. Κάποιοι αριστεροί, ακόμη και κομμουνιστές, έσπευσαν να καταδικάσουν τις άγριες απεργίες του LOR σαν «μια ρατσιστική απεργία» όταν η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο πολύπλοκη. Παρόμοια, κάποιες εκφρασμένες αμφιβολίες για τον αγώνα στη Vestas εξαιτίας της κεντρικότητας του αιτήματος της εθνικοποίησης, που παρόλο που γεννήθηκε από μια υγιή δυσπιστία προς τα αφεντικά της Vestas, εκφράζει επίσης και την επιρροή των μελών του «Workers Climate Action» (μια ομάδα που στήθηκε από το τροτσκιστικό WorkersLiberty) που ήταν παρόντες στην κατασκήνωση για το κλίμα πριν από την κατάληψη και που επηρέασαν την απόφαση των εργατών για την κατάληψη. Ακόμη και όταν οι διαμάχες ενορχηστρώνονται σύμφωνα με το πρόγραμμα και τη στρατηγική των ηγετών των συνδικάτων, οι πραγματικοί παράγοντες που παρακινούν τους εργάτες να αγωνιστούν συχνά ποικίλουν. Όταν οι αγώνες ξεκινούν από τους ίδιους τους εργάτες, η δυναμική αυτή ενισχύεται. Σπάνια υπάρχει, τουλάχιστον εξαρχής, κάποιος αγώνας τον οποίο θα υποστηρίξεις ή στον οποίο θα αντιταχθείς. Αντίθετα, συνήθως υπάρχει ζωντανή διαμάχη για το ποια θα είναι τα αιτήματα, ποιες τακτικές θα ακολουθηθούν κοκ. Στην περίπτωση των απεργιών του LOR, για παράδειγμα, ένας αναρχικός εργάτης του LOR έγραψε:

«Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι δεν υπήρχαν κάποια εθνικιστικά στοιχεία στον αγώνα. Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσετε είναι ότι η μηχανική κατασκευαστική βιομηχανία δεν είναι μια ομογενοποιημένη μάζα, είναι όμως, το μοναδικό τμήμα στην κατασκευαστική βιομηχανία που παραμένει συνδικαλισμένο. Οι περισσότεροι από τους άντρες που γνωρίζω και δουλεύουμε μαζί το είδαν σαν ένα ταξικό ζήτημα και όχι σαν εθνικιστικό, στην πραγματικότητα ένας από τους επιτρόπους της απεργίας είναι μισός Ιταλός, ελάχιστα κοντά στην εικόνα που τα εθνικά μίντια κατασκεύαζαν, αλλά τι περιμένεις;

Στο LOR προσέχαμε πολύ στις απεργιακές φρουρές μήπως έρθουν ακροδεξιοί για τους δικούς τους σκοπούς(...) Αυτό που με απογοήτευσε πολύ ήταν η αντίδραση της αριστεράς απέναντι στον πρώτο αγώνα βάσης εδώ και πολλά χρόνια, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Σοσιαλιστικού Κόμματος που μας υποστήριξε πολύ (ευχαριστούμε παιδιά). Φαίνεται ότι η αριστερά μπορεί να στηρίζει διάφορα αμφισβητήσιμα καθεστώτα σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά στην πραγματικότητα το να πρέπει να λερώσουν τα χέρια τους με την ταξική πάλη μέσα στο κράτος τους, μάλλον είναι πολύ γι’ αυτούς. Η εργατική τάξη δεν είναι τέλεια όμως ποτέ δεν θα είναι, αλλά οι αριστεροί και οι αναρχικοί δεν θα πετύχουν ποτέ πολλά με το να κάθονται στους γυάλινους πύργους τους διδάσκοντας την πλέμπα.

Στο LOR, η διαμάχη θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Στο τέλος, τα διεθνιστικά, εργατικά αιτήματα επικράτησαν (ως τα αιτήματα της απεργιακής επιτροπής εγκεκριμένα από μια μαζική συνέλευση). Αυτό συνέβη επειδή οι εργάτες στον αγώνα οι οποίοι είχαν αυτές τις απόψεις – συμπεριλαμβανομένων αυτών που ήταν μέλη σοσιαλιστικών ή αναρχικών οργανώσεων - υποστήριζαν, ως συμμετέχοντες, ότι τα συμφέροντά τους βρίσκονταν στην εργατική αλληλεγγύη και όχι στον εθνικισμό. Το απόσπασμα που ακολουθεί από το bearfacts.co.uk – από όπου προέρχονταν τα πλακάτ με το σύνθημα «αγγλικές δουλειές…» - είναι χαρακτηριστικό αυτής της διαμάχης:

#1 «Δεν το ανεβάσαμε εμείς σε ένα ρατσιστικό επίπεδο, εσείς το κάνατε, τώρα ετοιμαστείτε να θερίσετε ό, τι σπείρατε. Έχω εργαστεί στη χώρα σας και σεβαστεί την κουλτούρα σας και τους κανόνες της βιομηχανίας σας, απλώς θυμηθείτε ότι εσείς το ξεκινήσατε και όχι εμείς. Γυρίστε σπίτια σας τώρα, έχετε καταχραστεί την φιλοξενία που σας προσφέραμε με το να μην σας μπλέξουμε στα προβλήματά μας».

#2  «Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τον εθνικισμό παιδιά, ώστε τα πράγματα να μην πάρουν άσχημη τροπή. Δεν έχω τίποτα (sic) ενάντια στους ιταλούς εργάτες ως τέτοιους, κάνουν απλώς μια δουλειά, ταΐζοντας τις οικογένειές τους. Δεν είναι Wops[1] (Χωρίς Χαρτιά, αφού είναι πολίτες της ΕΕ και μπορούν νόμιμα να εργαστούν εδώ) – εξάλλου αυτό είναι ρατσιστικό. Πολλοί από εμάς έχουν εργαστεί στο εξωτερικό – Γερμανία, Ισπανία, Μέση Ανατολή – σκεφτόμασταν τότε ή νοιαζόμασταν για τις δουλειές σε αυτές τις χώρες? Με το να στραφούμε ενάντια στους εργάτες απλώς θα μας δώσει μια κακή φήμη και θα στρέψει το ευρύ κοινό εναντίον μας.

Το πρόβλημα είναι με τους διαγωνισμούς, τη διοίκηση της Total και την κυβέρνηση που επιτρέπουν στις ξένες εταιρείες να κάνουν χαμηλότερες προσφορές. Η κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να το επιτρέπει αυτό. Δεν έχουν αναλογιστεί την κοινωνική σημασία για την περιοχή παρά μόνο την αξία της σύμβασης».

Σε σύγκριση με προσπάθειες από εξωτερικά προερχόμενους κομμουνιστές να επηρεάσουν τη διαμάχη, πχ το φυλλάδιο Tea Break, το οποίο ήταν έτοιμο όταν η διαμάχη είχε πλέον τελειώσει, αυτές οι εσωτερικές «παρεμβάσεις» είχαν ανυπολόγιστα μεγαλύτερη επιρροή. Η προφανής επιρροή που είχε το Σοσιαλιστικό Κόμμα στο Lindsey (και τα αιτήματα ταιριάζουν πολύ με το αριστερίστικο, από τα κάτω συνδικαλιστικό του πνεύμα) ήταν κυρίως χάρη στην παρουσία ενός από τα μέλη του στην επιτροπή της απεργίας, όχι στο επιτυχές πούλημα εφημερίδων τους στις πύλες. Η παρουσία του Keith Gibson στην απεργιακή επιτροπή, όπως η παρουσία αναρχικών εργατών στο South Hook LNG και στο LOR μπορεί κάλλιστα να είναι σύμπτωση. Παρ’ όλ’ αυτά δείχνει τη σημασία του να συμμετέχεις σε αγώνες αν θες να τους επηρεάσεις, μια προσέγγιση που αντιπαρατίθεται στη λενινιστική καρικατούρα μιας «καθαρής» θέσης «παιδικής ασθένειας», που κατά ειρωνεία στην συγκεκριμένη περίπτωση εκφράστηκε από το τροτσκιστικό  WorkersPower.

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι όλες αυτές οι βιομηχανικές διαμάχες συνέβησαν σε παραδοσιακούς, χειρονακτικούς τομείς. Παρά τις εκτεταμένες απολύσεις στον τομέα των υπηρεσιών, και ειδικότερα των οικονομικών υπηρεσιών, δεν έχουν υπάρξει συγκρίσιμοι αγώνες. Αυτό μπορεί κάλλιστα να αντανακλά την κληρονομιά της παλιάς αγωνιστικότητας των χειρονακτικών επαγγελμάτων, όπου αναμένεται ένας βαθμός εργασιακής ασφάλειας και που οι μισθοί είναι συχνά υψηλότεροι από τις συγκριτικά ανώτερες σε θέμα προσόντων θέσεις εργασίας στον υπηρεσιακό τομέα. Ίσως είναι η παραβίαση αυτών των προσδοκιών με τις εξωτερικές αναθέσεις και τις απροειδοποίητες απολύσεις χωρίς αποζημίωση που προκάλεσαν τις αυθόρμητες και άμεσες αντιδράσεις των εργατών. Σε αντίθεση, οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες, μην έχοντας τέτοιες προσδοκίες φαίνεται να έχουν αφεθεί στη μοίρα τους και να τις υφίστανται σαν μεμονωμένα άτομα. Σίγουρα, αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο μια θεωρητική εξήγηση. Δεν υπάρχει καμία προφανής βραχυπρόθεσμη λύση σε αυτό το αδιέξοδο εκτός από τις μακροπρόθεσμες προσπάθειες των εργαζομένων στις υπηρεσίες να αυτοοργανωθούν.      

Ο ρόλος της αριστεράς:

Κάποιος συμπαραστάτης που συμμετείχε στην κατάληψη στο Enfield συμπέρανε ότι η Ένωση είχε λειτουργήσει σαν μια «δύναμη απομόνωσης»:

«Το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης προερχόταν από τοπικούς συνδικαλιστικούς κλάδους (όχι μόνο από τους εργάτες στα αυτοκίνητα) που έστελναν δωρεές μέσω ομάδων συμπαράστασης. Ωστόσο, η Ένωση τελικά, ύστερα από 3 εβδομάδες, έστειλε με το ζόρι κάποια χρήματα. Η Ένωση επίσης δεν ανέφερε στον ιστότοπό της τον αγώνα ούτε προωθούσε πληροφορίες στα τοπικά συνδικαλιστικά της παραρτήματα – δείχνοντας την πραγματική της στάση απέναντι στη διαμάχη και την έγνοια της να την κρατήσει απομονωμένη. Καθώς ο αγώνας συνεχιζόταν, η απογοήτευση των πρώην εργατών με την Ένωση έφτασε σε έναν μόνιμο κυνισμό - όπως θα περίμενε κανείς, δεδομένης της έλλειψης υποστήριξης και της αποτυχίας της Ένωσης να κρατάει τους πρώην εργάτες ενήμερους. Πολλοί αισθάνθηκαν ότι οι εκπρόσωποί τους ήταν πολύ κοντά, ή επηρεάζονταν από, τα αφεντικά της Ένωσης και ότι αυτό επηρέαζε την ικανότητά τους να δρουν προς το συμφέρον όλων. Αλλά, χωρίς να μπορούμε εδώ να πούμε πολλά, πρέπει να αναφέρουμε ότι κάθε κριτική στην Ένωση πρέπει να αναγνωρίζει ότι δεν είναι απλώς – όπως κάποιοι συμπαραστάτες και εργάτες υπαινίσσονται – ότι η Ένωση «δεν κάνει καλά τη δουλειά της», αλλά ότι την κάνει πάρα πολύ καλά ως ένας καπιταλιστικός θεσμός. Όπως πάντα, έχει βάλει σε προτεραιότητα τα οργανωτικά της συμφέροντα και προσπαθεί να περιορίσει  τα κέρδη των εργατών σε ό, τι μπορεί να ενταχθεί σε αυτά της τα συμφέροντα και τα ευρύτερα συμφέροντα της οικονομίας.»

Συμφωνούμε με το συμπέρασμα. Στο LOR τα πράγματα ήταν παρόμοια. Οι επίσημοι του συνδικάτου με μεγάλη ευχαρίστηση ανταπέδιδαν καιροσκοπικά τον εθνικισμό του Gordon Brown   πίσω του, ενώ τα πιο διεθνιστικά αισθήματα αναδύθηκαν από την ίδια την απεργιακή επιτροπή και τις άγριες απεργίες σε άλλα μέρη, περιλαμβάνοντας τους Πολωνούς εργάτες στη Langage (παρόλο που σε αυτές αναμφίβολα συμμετείχαν αντιπρόσωποι του συνδικάτου, που συχνά ήταν από τους πιο μαχητικούς εργάτες).

Ωστόσο, θα πρέπει να προειδοποιήσουμε όποιον βλέπει την απεργιακή επιτροπή σαν μια οργανική, αυθόρμητη έκφραση του προλεταριακού διεθνισμού. Η Ένωση είχε προηγουμένως εμπλακεί σε μια καμπάνια ενάντια στην Οδηγία της ΕΕ για την απόσπαση εργαζομένων, και η απεργιακή επιτροπή σε μεγάλο βαθμό αποτελούταν από αντιπροσώπους που είχαν συμμετάσχει σε αυτήν. Παρόμοια, οι «αυθόρμητες αποχωρήσεις από τους χώρους εργασίας» σε ολόκληρη τη χώρα αξιοποίησαν αυτό το προϋπάρχον δίκτυο αντιπροσώπων, το οποίο βοηθήθηκε από τη φύση της υπεργολαβικής εργασίας όπου οι εργάτες παίρνουν δουλειές σε διαφορετικά μέρη και χτίζουν ανεπίσημα δίκτυα, τα οποία μπορούν ύστερα να λειτουργήσουν ως κανάλι επικοινωνίας σε αγώνες σαν και αυτόν.

Ενώ τα διεθνιστικά αιτήματα στο LOR εγκρίθηκαν σε τεράστιο βαθμό από μια μαζική συνέλευση, είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφήσουμε ακριβώς μέχρι ποιο σημείο αυτό ήταν το αποτέλεσμα εσωτερικών συζητήσεων μεταξύ των απεργών που έφτασαν σε καθαρά διεθνιστικά συμπεράσματα, και μέχρι ποιο σημείο ήταν αντανάκλαση του βαθμού στον οποίο ο αγώνας ελεγχόταν από αντιπροσώπους του συνδικάτου και μέλη πολιτικών κομμάτων και όχι από αυτές καθαυτές τις γενικές συνελεύσεις. Η Visteon αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα όπου η μορφή των γενικών συνελεύσεων λειτούργησε σαν σφραγίδα για αποφάσεις που παίρνονταν αλλού. Οι γενικές συνελεύσεις που απλώς επικυρώνουν αποφάσεις αντί να τις λαμβάνουν μπορεί, για εργάτες που δεν είναι εξοικειωμένοι με το να ελέγχουν τους δικούς τους αγώνες, απλά να ενισχύσει το ρόλο του συνδικάτου ως τους «ειδικούς» των οποίων τις αποφάσεις τα μέλη σφραγίζουν τυπικά. Τέτοιες γενικές συνελεύσεις είναι αναμφισβήτητα περισσότερο απειλή για τον έλεγχο των εργατών στους αγώνες παρά οι υπαγορεύσεις που παραδίδονται από τους επαγγελματίες του συνδικάτου, αφού τουλάχιστον οι τελευταίες – με το να αποφεύγουν την πλασματική δημοκρατία  - προκαλεί τους εργάτες να τις απορρίψουν. Δεν θα έπρεπε να κάνουμε το λάθος να φετιχοποιούμε συγκεκριμένες μορφές οργάνωσης χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη το περιεχόμενό τους.

Στη Vestas τα πράγματα ήταν λίγο πιο πολύπλοκα απλώς επειδή η εργατική δύναμη ήταν αρχικά μη-συνδικαλισμένη, αλλά κάποιοι από τους καταληψίες μπήκαν στο RMT καθώς υποστήριζε τον αγώνα με χρήματα και νομική βοήθεια από έξω. Παρόλο που το RMT προσπάθησε να μεταφέρει τη διαμάχη μακριά από το δρόμο της άμεσης δράσης στο έδαφος της αστικής νομιμότητας (προσφέρθηκε να χορηγήσει τις δικαστικές υποθέσεις, αλλά όχι να σταματήσει τον λιμοκτονικό αποκλεισμό, κάτι που όμως το κατάφεραν μια χούφτα αναρχικοί) η επιρροή τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Και όταν οι καταληψίες έληξαν την κατάληψη, άρχισαν να ανακτάν έναν πιο κεντρικό οργανωτικό ρόλο για τον εαυτό τους. Έτσι, η ανάμειξη του RMT καθίσταται ίσως πιο σαφής υπό την οπτική του Bob Crow, δηλαδή το να κεφαλαιοποιεί τη μαχητικότητα της ιδιότητας του μέλους για να τονίσει τη θέση του RMT ως «το πιο γρήγορα αναπτυσσόμενο συνδικάτο της Βρετανίας» και να θεμελιώσει το διακριτικό τους ως ένα ριζοσπαστικό, μαχητικό συνδικάτο (μπλουζάκια μελών του RMT στη Vestas που απεικόνιζαν προεξέχοντα κόκκινα αστέρια).

Ωστόσο, στη Vestas η απειλή της επανακατάληψης δεν προερχόταν κυρίως από τα συνδικάτα, αλλά από επαγγελματίες ακτιβιστές συμπεριλαμβανομένου τουλάχιστον ενός Φιλελεύθερου Δημοκράτη πολιτικού, σκηνοθετώντας μια χρηματιζόμενη υποστηρικτική ομάδα. Κάποιος σύντροφος που πρόσφατα ανταποκρίθηκε σε ένα επείγον κάλεσμα για βοήθεια στον αποκλεισμό του εργοστασίου της Vestas, για να εμποδίσουν τη μετακίνηση πολύτιμου αποθέματος, ανέφερε ότι δεν υπήρχε κανείς με κάποιο παρελθόν στο εργατικό κίνημα εκτός από λίγα μέλη του WorkersClimate Action/Alliance for WorkersLiberty. Αντ’ αυτού, η «κατασκήνωση για το κλίμα» είχε πέσει υπό τον έλεγχο μιας κλίκας ριζοσπαστών φιλελεύθερων (προφανώς από την ομάδα ‘Climate Rush’), που αντιμετώπιζαν τους εργάτες της Vestas ως τίποτα περισσότερο από βολική τροφή για τα μίντια και τους συμπαραστάτες σαν να ήταν κατώτεροι ιεραρχικά εθελοντές σε ΜΚΟ, για παράδειγμα δίνοντας εντολές αλλά αρνούμενοι να τους πουν για ποιο σκοπό γίνονταν οι συγκεκριμένες εργασίες διότι ήταν «μυστικά».

Κάποιο μέλος αυτής της κλίκας επίσης, διέκοψε μια συνέντευξη στις ειδήσεις έξω από το δικαστήριο με έναν 70χρονο οικολόγο ακτιβιστή κατηγορούμενο για βανδαλισμό και βίαιη επίθεση, φωνάζοντας «Δεν είναι μαζί μας! Δεν είναι μαζί μας!», επειδή οι κατηγορίες θα «δυσφήμιζαν την καμπάνια». Δεν έχει σημασία ότι τους συνέλαβαν καθώς προσπαθούσαν να σπάσουν τον αποκλεισμό που είχε στόχο να λιμοκτονήσει τους καταληψίες ώστε να βγουν από την κατάληψη. Αυτά δήλωσε η φιλελεύθερη και συνέχισε να επιπλήττει τους συμπαραστάτες που ήταν παρόντες για το ότι μίλησαν στα μίντια χωρίς να το πουν πρώτα σε αυτήν. Οι πολιτικοί είναι φιλελεύθεροι-πράσινοι, αλλά ο τρόπος λειτουργίας είναι κλασικός λενινιστικός. Οι άνθρωποι που επέκριναν την εταιρεία καλλυντικών Lush – το αφεντικό της οποίας μαθεύτηκε πρόσφατα πως πλήρωνε προσωπικό με £50 τη μέρα για να επανδρώσει τον αποκλεισμό του εργοστασίου – επίσης γιουχαΐστηκαν αφού η Lush είναι μια «ηθική πράσινη επιχείρηση» και έτσι «με το μέρος μας». Η Lush είναι μια από τους χορηγούς του Climate Rush.

Αυτή η δυναμική αναμφίβολα αντανακλά το μεταβαλλόμενο τοπίο του αγώνα από την άμεση δράση των εργατών στις θεματικές εκστρατείες στις οποίες οι ριζοσπάστες πράσινοι φιλελεύθεροι είναι πολύ καλά εξοικειωμένοι. Αλλά δείχνει επίσης ότι η αυτοοργάνωση των εργατών δεν αντιμετωπίζει απλώς την ενσωμάτωση από τους παραδοσιακούς τρόπούς αντιπροσώπευσης (συνδικάτα και πολιτικά κόμματα), αλλά επίσης από σχετικά καινούριους «ριζοσπαστικούς» τρόπους. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχουμε κατά νου, αφού  μια οικολογική δυναμική στους αγώνες των εργατών μπορεί να γίνει πιο διαδεδομένη,  δεδομένου του επιπέδου της ευαισθητοποίησης του κοινού στην κλιματική αλλαγή και την εμφανή ασυμβατότητα ανάμεσα στη λογική του κεφαλαίου και στο περιβάλλον, κάτι το οποίο έγινε ξεκάθαρο από γεγονότα όπως το κλείσιμο της Vestas.      

Μερικά δειλά συμπεράσματα:

Λοιπόν, είμαστε μάρτυρες μιας αναγέννησης της αγωνιστικότητας της εργατικής τάξης; Θα ήταν ευσεβής πόθος να πούμε κάτι τέτοιο βασισμένοι στα σύγχρονα στοιχεία. Σίγουρα υπάρχουν ενθαρρυντικά σημάδια στον τρόπο με τον οποίο οι εργάτες έχουν λάβει άμεση δράση έξω από συνδικάτα, συνδέθηκαν με ευρύτερες κοινότητες της εργατικής τάξης και εργάστηκαν εποικοδομητικά με επαναστάτες δίνοντας παράλληλα μικρή άφεση σε προσπάθειες πολιτικάντιδων να χρησιμοποιήσουν τους αγώνες των άλλων για δικούς τους σκοπούς. Ωστόσο, ίσως αυτό που αρμόζει περισσότερο σε μια νηφάλια ανάλυση των πρόσφατων αγώνων είναι το πόσο άτυποι είναι. Το μαζικό κύμα απολύσεων που έχει οδηγήσει την ανεργία σε ύψη πρωτοφανή για πάνω από μια δεκαετία, έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό χωρίς αντιστάσεις, καθώς περίπου ένα εκατομμύριο εργάτες έχουν χάσει τη δουλειά τους από τότε που ξεκίνησε η ύφεση.

Μόνο ο χρόνος θα δείξει εάν η ανάπτυξη της κρίσης και τα σχεδιαζόμενα πισωγυρίσματα στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης θα προκαλέσει μια κλιμάκωση και επέκταση των αυτοοργανωμένων αγώνων ή μια υποχώρηση στον κυνισμό, στην ατομικιστική παραίτηση και τις με προσεκτικό χειρισμό ήττες υπό την επίβλεψη της συνδικαλιστικής εκπροσώπευσης. Το πιο σημαντικό πράγμα που μπορούμε να σκεφτούμε αυτή τη στιγμή είναι το πώς μπορούμε να οργανωθούμε ώστε να αυξήσουμε τις πιθανότητες για το πρώτο αποτέλεσμα και να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητες για το τελευταίο. Η συζήτηση αυτή ξεπερνάει το παρόν άρθρο, αλλά είναι μια συζήτηση που είναι αναγκαία να γίνει στους ριζοσπάστες εργάτες. Τόσο στους αναγνώστες και όσο και στους συγγραφείς.







Δεν υπάρχουν σχόλια: